Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Σ. ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΜΑΡΗ

Édouard Manet,  Olympia , 1863    Μια κάμαρη που μοιάζει μ’ ονειροφαντασιά, μια κάμαρη αληθινά πνευματική , όπου ο στεκάμενος αέρας είναι αχνόθωρα βαμένος ροδογάλανος.    Η ψυχή λούζεται εκεί, μέσα στη ραθυμία, αρωματισμένη με νοσταλγία κι αποθυμιά. – Είναι κατιτί σαν από σούρουπο, γλυκορόδινο κι αχνογάλαζο· όνειρο ηδονής απάνου σε μιαν έκλειψη.    Τα έπιπλα έχουνε σκήματα μακρουλά, αποσταμένα, λαγγεμένα. Τα έπιπλα είναι σα να ονειρεύουνται. Θα τάλεγε κανείς προικισμένα με μια ζωή υπνιασμένη, καθώς το φυτό και τορυχτό. Τα υφάσματα μιλούνε μια γλώσσα βουβή, όπως τα λουλούδια, όπως οι ουρανοί, όπως τα ηλιοβασιλέματα.    Στους τοίχους καμιά καλλιτεχνική αμαρτία. Μπροστά στο απλό τόνειρο, στην ανάλυστη εντύπωση, η ορισμένη τέχνη, η τέχνη η θετική είναι βλαστήμια. Εδώ έχουνε όλα το ανάλογο φως και τη μαγευτικιά σκοτεινάδα της αρμονίας.    Μια μυρουδιά απειροελάχιστη από το πιο εξαίσιο νοτισμένη πολύ αλαφρά με υγρασία, πλέει μέσα σ’ αυτόν τον αέρα, όπου το πνέμα το γλυκαποκοιμίζουν αίστη

ΔΩΔΕΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΠΟ "ΤΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΕΝΟΣ ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΥ"



Από την ενότητα «Η εποχή πριν τη στράτευση»

ΜΕΣΗΜΕΡΙ

Ο κύριος Μιρόζνικοφ στραγγάλισε τον ποταμό στις όχθες
     του
κι αυτοκτόνησε μετά.
Στο σημείο που είχε τόσες φορές σηκώσει τη φούστα της
     απεραντοσύνης.
Το πουκάμισό του ήταν λερωμένο μ’ έρωτα
και στα χείλη του είχε λίγο ηλιοβασίλεμα.
Ωραίος σαν την αποδήμηση
οι πράξεις του εκστράτευαν κατά της ηλικίας.
Είχε τιθασεύσει τον ήλιο
κι όργωνε την τύψη.

Από την ενότητα «Η στράτευση»

ΒΙΑΣΜΟΣ Σ’ ΕΝΑ ΣΤΕΝΟ

Πώς δυο άσεμνα χέρια
ανοίγουν τα πέταλα του άνθους
για να εισβάλουν στην πατρίδα
των αναμνήσεών του…

Αυτός σαν μάστιγα απλωνόταν πάνω απ’ την πόλη της
κι εκείνη αντιστεκόταν με χέρια ευλαβικά.
Κι όταν πάτησε την πύλη
εισχώρησε
σαν προσευχή προς έναν ψεύτικο θεό.
Οι κραυγές κυλούσαν στα μάγουλά της
σα νύχια που έγδερναν το χέρι του Θεού
παραδομένη στη φαύλη θάλασσα
που δειλά ορμούσε
μες στο ιερό σπήλαιο.
Σταυρωμένη απ’ τα καρφιά του τρόμου
υπέμεινε τη λεηλασία της εποχής
που ήταν ανένδοτη σε κάθε νόμο
και μιλούσε τραγουδώντας.

Κι όταν ολομόναχη στο πλακόστρωτο είχε μείνει
τα μάτια της
στραμμένα προς τον ουρανό
διαπέρασαν την καρδιά του βιαστή της
και των δοντιών της ο τριγμός
εκδίκηση ορκίστηκε με τέτοια πίστη
που ο απόηχος
έφτασε μέχρι τις εσχατιές της θέλησης
σαν κεραυνός.

ΒΡΕΦΙΚΟ ΚΛΑΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΛΙΚΝΟ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Ένα βρέφος το τύλιγαν τα σπάργανα της φλόγας
και το κλάμα του καιγόταν σα χαρτί
που πάνω του γράφτηκε μια προσευχή
την οποία κανείς Θεός δε θ’ ακούσει.
Κ’ οι στρατιώτες που το πέταξαν γελούσαν
με τη μάνα του, όπως φερόταν
μια μαριονέτα πια
στα δάχτυλα του σπαραγμού.
Κι ο ορυμαγδός από το μέταλλο και τις κραυγές
κάλυπτε τη βρεφική φωνή
σαν ένας τάφος πρόχειρα φτιαγμένος
από εκείνους που υπάρχουν στη φυγή.


Από την ενότητα 
«Οράματα στα συντρίμμια μιας κατακτημένης πόλης»

ΑΦΡΟΔΙΤΗ

Ο γαλαξίας
στεφάνωνε τα ξανθά μαλλιά της
που κεντημένα με τη γλώσσα των πουλιών
εγκατέλειπαν κι από έν’ αντίο σε κάθε σπήλαιο.

Τα πόδια της αναδύονταν
από τον φλοίσβο των υποσχέσεων
όταν θρυμματίζονται στα βράχια.

Το φουστάνι της ήτανε ραμμένο
από τα χέρια της φτωχής και μοναχικής μοδίστρας
που κάθε βράδυ αγναντεύει στον ουρανό
τη συντριβή του αλφαβήτου.

Τα χέρια της
εύθραυστα σαν την πίστη
σερβίριζαν ευλαβικά την μπύρα
στο καπηλειό των ύβρεων.

Το σώμα της κουνιόταν ανεπαίσθητα 
όπως οι καλαμιές απ’ τον μελαγχολικό αυλό του αέρα.

Και το πρόσωπό της
ήταν όσα δεν πρόφτασες να πεις
σε μια αποβάθρα.

Η ΠΕΘΑΜΕΝΗ

Έφτασα στον στρατώνα
κουβαλώντας την ψυχή όπως ηλιοβασίλεμα.
Τα άλογα τεντώνονταν από τον τρόμο
που μεγάλωνε στα μάτια τους σαν πλανήτης.
Κ’ οι στρατιώτες τραβούσαν με σκοινιά τις ελπίδες
καθώς τις φυγάδευε ο άνεμος.
Ανάμεσα στις λέξεις της αταξίας αυτής
ζητούσα έναν γιατρό
για την ψυχή μου που πέθαινε.
Αλλά απ’ όλους μας έλειπε κάτι:
αναμνήσεις, γενναιότητα, πίστη…
Ποιον να περιθάλψεις πρώτα;

Την ακούμπησα προσεχτικά στο χορτάρι
όπως ήξερα ότι της άρεσε
και κρατώντας το χέρι της
που πρόβαλλε μέσ’ απ’ το μπλε φόρεμα
της είπα έλα να χορέψουμε· για μια στιγμή.
Το χαμόγελο που ακολούθησε
ήταν το τελευταίο σκίρτημα στο πρόσωπό της.


Από την ενότητα 
«Αιχμαλωσία»

ΟΤΑΝ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΑΡΑΛΗΡΟΥΝ ΑΠ’ ΤΟΥ ΗΛΙΟΒΑΣΙΛΕΜΑΤΟΣ ΤΟ ΘΕΑΜΑ

Όλα τα ψέματα που έχω πει
τυλίγονται γύρω απ’ τον λαιμό μου
σαν ένας βόας που το κεφάλι του
πάνω απ’ τα σύννεφα εξέχει:

ο ομφάλιος λώρος που με το Θείο με ενώνει
ένας σωλήνας άσχημος και βδελυρός
το Κακό
που κάθε λέξη μου προτρέπει
να δαγκώσει τον Καρπό:
δηλαδή, στον κανιβαλισμό να ενδώσει.

Σάρκα απ’ τη σάρκα πλάθει το αληθινό
κι εφήμερο κορμί της Γνώσης
κι όλ’ αρχινούν από έναν αθώο σφετερισμό:
του στόματος που ζητά ένα στήθος να το σώσει.

Μέσ’ από σκοτάδια πυκνά
σαν τους ιστούς αράχνης
Άνθρωπε τον δρόμο σου χαράζεις
μες στης επανάληψης τον κύκλο.
Κι όμως όσο προχωράς
τόσο μπερδεύονται τα μέλη σου στα δίχτυα
της αράχνης με τα πολλά ονόματα
που εσύ
συνήθως Απόγνωση ονομάζεις.

ΔΡΟΜΟΚΑΪΤΕΙΟ 

             στη Χρυσάνθη, στο Μαράκι, στον Σάββα
             και σ’ όλους τους υπόλοιπους


Πώς στοιβάζεται η τρέλα

σ’ ένα κονσερβοκούτι

που επιπλέει σαν καραβάκι 

στο ρείθρο της επικαιρότητας… 

 

Στοιχισμένα τα ονόματά μας

βημάτιζαν αφήνοντας πίσω τους εμάς 

που κοντά στο ακουστικό 

περιμέναμε τη φωνή που θα ενσαρκωνόταν

σε κάτι που μπορούσε να φιληθεί. 

 

Και τα βράδια ξάγρυπνοι

μέσ’ από ένα κοχύλι 

καμωμένο από παρακάλια κι ουρλιαχτά 

να προσπαθούμε να ξεχωρίσουμε

τον φλοίσβο της πόλης

απλώνοντας το χέρι μας

στις αναμνήσεις που δραπετεύαν. 

 

Κάθε μέρα και μι’ ανάμνηση το έσκαγε

σαν πουλί που αποδημεί. 

 

Δεμένοι σε κρεβάτια ψαλμωδώντας 

θαμμένοι κάτω απ’ το χώμα τού Αυτό 

σαν κάκτοι αναμέναμε του Ήλιου τη φλογέρα 

να παίξει τον τελευταίο της σκοπό. 

 

Σε κάθε παρτίδα σκάκι

δεν υπήρχε άλλος νικητής

πάρα ο χρόνος

που απλωνότανε σ’ ολόκληρη την αίθουσα

σαν το σώμα ενός κουφού πατέρα. 

 

Σα λουλούδια μαραμένα σ’ ένα βάζο

με νερό κολλώδες και πρασινωπό

λυγισμένοι οι βλαστοί μας μι’ αγκαλιά 

σχημάτιζαν απ’ το υπόλειμμά μας. 

 

Μια αγκαλιά τόσο λαμπρή 

που ούτε κι εμείς δεν την κοιτούσαμε στα μάτια. 


Από την ενότητα «Η φυγάδευση»

Ο ΜΙΣΘΟΦΟΡΟΣ 

                                 στον Θεοδόση Βολκώφ,
                                 που το βέλος θα το φάει κατάστηθα
                                 κι όχι τρέχοντας στην πλάτη.
                                 Και που έχει το μπόι
                                 να κοιτάξει ύστερα κατάματα
                                 τον αντίπαλό του
                                 με την περηφάνια που ο πατέρας
                                 αγκαλιάζει το παιδί του.

Μες σε μια βάρκα

να κοιμάμαι

και τα κύματα να φιλάνε 

του σκαριού τον αόριστο προορισμό. 

 

Σα μισθός το τελευταίο αυτό ταξίδι 

να μου δοθεί για κάθε μου πληγή 

κ’ η μνήμη μου αποκαμωμένη 

απ’ το κουπί στον ήλιο να παραδοθεί. 

 

Κ’ η στομωμένη μου φωνή 

από τα βράχια που πάνω τους τροχίσαν

ώστε σε κάθε μάχη έτοιμη να είναι για σφαγή 

στης αφής μου πλέον την ανάγκη 

έντρομη να κλάψει 

σαν παιδί. 

 

Για όσα είδε κι άκουσε 

μα περισσότερο γι’ αυτά που έχει κάνει 

από τη βία μονάχη και τυφλή, 

γιατί πόσο μοιάζει το σπαθί με τ’ ορφανό 

που του ’ταξαν τη μητρική ειρήνη 

και τυλίχτηκε μονάχα 

απ’ την αιμάτινη σιγή 

 

των κεφαλιών που έχει κόψει 

δίχως στα μάτια τους ποτέ 

να ξεχωρίσει το βλέμμα εκείνο 

της Αγάπης που αφοπλίζει 

ώς και το χέρι που λικνίζει 

του μίσους 

η μελωδία η βρεφική. 

ΚΑΘΑΡΤΗΡΙΟ 
 

Ένα πυρωμένο σπαθί

η γλώσσα μου

έμαθε όλες τις μελωδίες των αγγέλων

δίχως ποτέ της να μπορέσει

στη χορωδία τους να ψάλει.

Αλυσοδεμένος σ’ έναν βράχο

η φωνή μου κύλαγε στα μάγουλα 

καθώς τους κοίταζα απ’ τα χαμηλά

όπως τα ηλιοτρόπια τον Ήλιο.

Κι ο Διάβολος δίπλα μου

μάταια στο αυτί να ψιθυρίζει

λόγια που έσταζαν 

του εφήμερου το μέλι.

Γιατί το μόνο Άνθος που θέλησα 

στη ζωή μου να τρυγήσω

ήτανε αυτό 

το ουράνιο και λαμπρό

που δεν άντεχαν 

τα κουρασμένα βλέφαρά μου.

 

Κι έτσι ώς τον θάνατο

στο Καθαρτήρι μου δοσμένος

ο απόηχος των αγγελικών φωνών 

μεσ’ απ’ τα πιο σκοτεινά φυλλώματα

θα στέργει να με φτάσει

 

κι εγώ το όχι θα υψώνω 

προς το μέρος του σαν χέρι. 

Από την ενότητα «Επιστροφή στις καμένες πεδιάδες του πολέμου»

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ

Ήρθε κι εσένα η ώρα σου, καλέ συνοδοιπόρε
που σ’ όλη την πορεία γεμάτος ενθουσιασμό
μου ’δειχνες τα ίχνη
μιας γλώσσας που ακόμα
δεν έμαθα να μιλώ.
Έφυγες στο τέλος του δικού μας δρόμου
πριν από μένα που καθυστερώ
μαζεύοντας λουλούδια για εκείνη
που με περιμένει στο σπίτι ζωντανό.
Κι επιστρέφω δίχως τη σκιά μου
που ήξερε καλύτερα απ’ όλους να σωπαίνει
κουρασμένος απ’ της ζωής τη φλυαρία
που βουίζει στ’ αυτιά μου όπως το φως.
Δε θα ξεχάσω τον τρόπο που υποκλινόσουν
στον ήλιο, κάθε που στήλωνε την αξιοπρέπειά του
κι ας ήσουν ανώτερός του
σε μπόι και διασκέλισμα.
Το χαμόγελό σου που μ’ ευγένεια
χάριζες σ’ ό,τι περίσσευε απ’ τον κόσμο
και τα μάτια σου που βλέπανε
ώς το παρελθόν του παρελθόντος.
Την κορμοστασιά σου
από κάθε καλαμιά πιο λυγερή
στις πεδιάδες που προσπαθούσε να τη σπάσει
ο άνεμος του λογισμού και της καρδιάς τ’ ανθρώπου.

Πάντα νέος κι όμως έφυγες
υπακούοντας στον νόμο που έχτισες εσύ
σαν καλύβα στην εσχατιά των πάντων:
ότι για να επιβιώσει η ομορφιά
κάθε τραγούδι τελικά αποδημεί.

ΣΧΕΤΙΚΟΤΗΤΑ

Μου έδειχναν ένα δαχτυλίδι
που ’ταν σμιλεμένο στο σχήμα του φιδιού
καθώς καταπίνει την ουρά του.
Και μου ’λεγαν, να
έτσι πρέπει να υπάρχεις
ολόκληρος κι ακέραιος
μόνος
σαν μια αιωνιότητα.

Όμως η αιωνιότητα είναι για τους νεκρούς
κι αυτοί δεν είναι μόνοι
γιατί δεν αισθάνονται πια τη διαφορά
χαϊδεύοντας μια άλλη επιδερμίδα.

Σαν αγάλματα σκαλισμένα στον καθεδρικό
ναό του χρόνου
καθηλωμένοι αντικρίζουν την αλήθεια
στα πρόσωπα που αδιάφορα περνούν.
Κ’ οι πέτρινες φωνές τους δεν μπορούν
να υψωθούν σα νεύμα
προς την ομορφιά που ανέμελη
ροζ πέταλα στον ουρανό σκορπάει.

Έτσι προτίμησα να υπάρχω σχετικός
ευάλωτος σαν τον κορμό του δέντρου
που διαρκώς απλώνει τα κλαδιά του
για να χωρέσει τον ήλιο σε μι’ αγκαλιά
νανουρίζοντας το βάβισμά του.
Συνεχώς να μεγαλώνω
σε ύψος και σε βάθος
δίχως το φως του ν’ αγγίζω ποτέ
για να διανύω προσπαθώντας
τις παιδικές ηλικίες που μας χωρίζουν.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: ΕΝΑ ΣΤΕΦΑΝΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΝΤΙΓΟΝΕΣ

Τ’ όνομά μου
Αντιγόνη
σημαίνει να στέκεσαι μόνη
μπροστά στην ασυδοσία
ενός βρεφικού χεριού.
Δίχως συμμάχους, δίχως φίλους
την ευθύνη να σμιλεύεις
σαν επιτύμβιο για τον τάφο σου.
Και τις συνέπειες που καρφώνονται
ευλαβικά στο φιλεύσπλαχνο κορμί σου
με περηφάνια να φέρεις
όταν περπατάς στην αγορά.
Κι αν σε φτύνουν, δόξα
κι αν σε δείχνουν, τιμή
γιατί απ’ όλους τους ανθρώπους εσύ
αντιμίλησες στου σκήπτρου τη φωνή
μονάχη
όταν η μοίρα σου
δεμένη χειροπόδαρα
φυλακισμένη στης μοχθηρίας τον πύργο
υπομονετικά περίμενε
το τέλος
που γνώριζε απ’ την αρχή.


Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ, Το σημειωματάριο ενός μισθοφόρου, εκδόσεις Ρώμη

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ