Επιλεγμένα

Σ. ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΜΑΡΗ

Édouard Manet, Olympia, 1863

   Μια κάμαρη που μοιάζει μ’ ονειροφαντασιά, μια κάμαρη αληθινά πνευματική, όπου ο στεκάμενος αέρας είναι αχνόθωρα βαμένος ροδογάλανος.
   Η ψυχή λούζεται εκεί, μέσα στη ραθυμία, αρωματισμένη με νοσταλγία κι αποθυμιά. – Είναι κατιτί σαν από σούρουπο, γλυκορόδινο κι αχνογάλαζο· όνειρο ηδονής απάνου σε μιαν έκλειψη.
   Τα έπιπλα έχουνε σκήματα μακρουλά, αποσταμένα, λαγγεμένα. Τα έπιπλα είναι σα να ονειρεύουνται. Θα τάλεγε κανείς προικισμένα με μια ζωή υπνιασμένη, καθώς το φυτό και τορυχτό. Τα υφάσματα μιλούνε μια γλώσσα βουβή, όπως τα λουλούδια, όπως οι ουρανοί, όπως τα ηλιοβασιλέματα.
   Στους τοίχους καμιά καλλιτεχνική αμαρτία. Μπροστά στο απλό τόνειρο, στην ανάλυστη εντύπωση, η ορισμένη τέχνη, η τέχνη η θετική είναι βλαστήμια. Εδώ έχουνε όλα το ανάλογο φως και τη μαγευτικιά σκοτεινάδα της αρμονίας.
   Μια μυρουδιά απειροελάχιστη από το πιο εξαίσιο νοτισμένη πολύ αλαφρά με υγρασία, πλέει μέσα σ’ αυτόν τον αέρα, όπου το πνέμα το γλυκαποκοιμίζουν αίστησες σαν από σέρα.
    Η μουσελίνα χύνει βροχή δάκρυα μπροστά στα παράθυρα και στο κρεββάτι· χύνεται, χιονάτο κρεμαστό νερό. Απάνω στο κρεββάτι κάθεται το Είδωλο, η Κυρά των ονείρων. Μα πώς βρίσκεται δω; ποιος την έχει φέρει; ποια δύναμη μαγικιά την ανέβασε απάνω σ’ αυτό το θρόνο της ρέμβης και της ηδονής; Τι σημαίνει; Να τη! την αναγνωρίζω.
   Να τα, τα μάτια που η φλόγα τους περνάει το σύθαμπο· τα ψιλούτσικα αυτά και τρομερά μάτια, που τα γνωρίζω από την τρομερή τους κακία! Τραβούνε, σκλαβώνουν, το ρουφούνε το βλέμμα του αστόχαστου που τα θωρεί. Τάχω συχνά σπουδασμένα, τα μαύρα αυτά ταστέρια, που ορίζουν το θαυμασμό και την περιέργεια.
   Σε ποια καλή μοίρα το χρωστώ, που είμαι έτσι τριγυρισμένος από μυστήριο, σιγαλιά, ειρήνη κι αρώματα; Ω, μακαριότη! Εκείνο που συνήθως λέμε ζωή, ακόμα και στο ξέχυμά της το πιο ευτυχισμένο, δεν έχει τίποτα να κάνει με την υπέρτατη αυτή ζωή, που τώρα δα γνωρίζω, και της γλυκοπίνω, καθώς σταλάζουν, τα λεφτά και τα δευτερόλεφτα.
   Όχι! Δεν έχει πια λεφτά, δεν έχει πια δευτερόλεφτα! Ο Χρόνος έχει σβύσει· η Αιωνιότητα είναι τώρα που βασιλεύει, αιωνιότητα και ηδονή!
   Μα, ένας χτύπος τρομερός, βαρύς, βρόντηξε στην πόρτα, και, καθώς στα όνειρα από τον άδη, μου φάνηκε πως μούδωκαν μια με την αξίνα στο στομάχι.
   Κ’ έπειτα ένα σκιάχτρο μπήκε. Κάποιος κλητήρας, που ήρθε να με βασανίσει εν ονόματι του νόμου· μια άτιμη παλλακίδα που έρχεται να κλάψει τα χάλια της, και να βαρύνει με τις σάχλες της ζωής της τους πόνους της δικής μου· ή ακόμα το παιδί από το διευθυντή του φύλλου, που φωνάζει για το χειρόγραφο με τη συνέχεια.
   Η παραδεισένια κάμαρη, το είδωλο, η δέσποινα των ονείρων, η Συλφίδα, καθώς έλεγε ο μεγάλος
René, όλη αυτή η μαγεία έσβυσε και πάει με το σκληρό το χτύπημα του σκιάχτρου.
   Φρίκη! Θυμούμαι! Θυμούμαι! Ναι! αυτή η τρύπα, αυτός ο τόπος της αιώνιας στενοχώριας είναι αλήθεια δικός μου. Να τα έπιπλα, τα κουτά, τα σκονισμένα, τα σακάτικα· το τζάκι, δίχως φλόγα και θράκα, λερωμένο μόνο με φτυσίματα· τα λυπητερά παράθυρα, όπου μέσα στη σκόνη έχει ανοίξει αυλάκια η βροχή· τα χειρόγραφα, όλο σβυσίματα, κι ατέλειωτα· ο μεροδείχτης, όπου το μολύβι έχει σημαδέψει τις απαίσιες μέρες.
   Και κείνο το άρωμα από άλλον κόσμο, που μου μεθούσε την αναπτυγμένη μου αίστηση, αλλοίμονο! είναι αλλαγμένο με μια σιχαμερή μυρουδιά από καπνό, ανακατωμένη με δεν ξέρω τι μούχλα που φέρνει αναγούλα. Μυρίζει τώρα εδώ η ταγκίλα της θλίψης.
   Μέσα στο στενό αυτόν κόσμο, μα έτσι γιομάτον αηδία, ένα μόνο γνωστό αντικείμενο μου χαμογελά: η μπουκάλα με το λάβδανο, παλιά και τρομερή φιλενάδα· όπως όλες οι φιλενάδες, αλλοίμονο! πλούσια σε χάδια και σε προσδοκίες.
   Ω! ναι! ο Χρόνος φάνηκε ξανά· ο Χρόνος βασιλεύει τώρα κυρίαρχος· και μαζί με τον απαίσιο γέρο ξαναφερμένος όλος ο δαιμονόσπαρτος του θίασος – Θύμησες, Πόθοι, Σπασμοί, Φόβοι, Αγωνίες, Βραχνάδες, Θυμοί και Νεύρα.
   Τώρα, σας βεβαιώνω, τα δευτερόλεφτα χτυπούνε δυνατά κ’ επίσημα, και, ξεπηδώντας από το κρεμασμένο ρολόι, το καθένα τους λέει: «Είμαι η Ζωή, η ανυπόφορη, η απόνετη Ζωή».
   Ένα μόνο δευτερόλεφτο υπάρχει στη ζωή του ανθρώπου που να φέρνει μια καλήν αγγελία, την καλήν αγγελία, που προξενεί στον καθένα έναν ανεξήγητο φόβο.
   Ναι! Ο Χρόνος βασιλεύει· ξαναπήρε την άκαρδη του εξουσία. Και με σπρώχνει, σα να είμουνα βόδι, με τη διπλή του βουκέντρα. – «Ντε! ζωντόβολο! Ίσα, ίδρωνε, σκλάβε! Μπρος, ζήσε κολασμένε!»

Σαρλ Μπωντλαίρ, Η διπλή κάμαρη, μετάφραση Έσπερος (πρώτη δημοσίευση στο περιοδικό Νουμάς, τεύχος 464, 28/01/1912)
Διατηρήθηκε η ορθογραφία του μεταφραστή

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ