ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
Αγαπήσαμε σαν πυρπολημένα κάστρα και σαν το στομωμένο σπαθί, πάλι και πάλι στον τροχό των βράχων τα ονόματά μας, αναλωθήκαμε για πάντα. Τώρα που στέρεψε η κοίτη της απόγνωσης κι ο δρόμος μακρύς, τώρα που η αθωότητά μας έσπασε απ’ το τέντωμα σαν τη χορδή, τώρα που σώπασαν οι κρότοι των γενηθήτω, ας μας αριθμούν με τους πρακτικούς αυτού του κόσμου.
Επιλεγμένα
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ
![]() |
Ποιήματα όμορφα, όμορφα ένδοξα και μεθυσμένα που η σύντομη φόρμα τους και η αποσπασματικότητά τους εγγράφονται στο πλαίσιο του έπους. Ο Γιώργος Μαρκόπουλος έχει την αμεσότητα, την απεύθυνση και την ανάσα του αρχαίου ραψωδού. Το τραύλισμα του μικρού παιδιού και το ψηλάφημα του τυφλού. Έχει τα σγουρά μαλλιά του έφηβου Παπαδιαμάντη, τα παλτά του Λειβαδίτη, τη γλυκύτητα του Ρίτσου, το μέτωπο των Γάλλων "καταραμένων ποιητών", την εκρηκτικότητα των μπητ, την κορύφωση των αρχαίων τραγικών, ρίζες που φτάνουν παντού κι εντέλει χάνονται, όπως πάντα. Ο Γιώργος Μαρκόπουλος όμως έχει το δικό του βλέμμα· και κοιτάζει προς ένα νησί απάτητο.
Α. Σ. Τιχομίρ
ΕΠΙ ΠΙΣΤΩΣΕΙ
Γούλας ο Κοράτος ο επιλεγόμενος Θορής
από τα Σάλωνα της Στερεάς
μέρα Λαμπρής εζωγραφήθη
από πλανόδιο ζωγράφο ομπρελά και κρεβατά
για λίγο λάδι ρύζι κι έναν κόμματο σαπούνι.
Γούλας ο Κοράτος ο επιλεγόμενος Θορής
εζωγραφήθη και επωλήθη απ' τη γριά του
σε υπαίθριο παλιατζή
για ένα βουρτσάκι νάιλον για μια παλιά παλάντζα
κι έναν καθρέφτη από το Κόγκο.
Η θλίψη σου, ρε μάτια μου,
σαν την Καισαριανή τα βράδια του φθινόπωρου.
Πάψε πια να με καρφώνεις με ρεμπέτικα
πίσω απ' τις μάντρες της, στους δρόμους
Οι ναυτικοί ναυάγησαν, οι ναυτικοί στα πετρελαιοφόρα,
στη μοιρασιά μαλώνοντας χαθήκανε για πάντα.
Στερνή φορά που μου 'γραψες, θυμάσαι!
Πήρα το σήμα σου σε μπαρ
"έχεις κάρτα", είπε ο θερμαστής
έβρεχε παρέες που βρίζαν και φωνάζαν
και κάποιο ράδιο που έκλαιγε στην άκρη
"Ο μικρός έφυγε ένα βράδυ, έγραφες,
λες και πήγε στη γωνία για τσιγάρα ή καραμέλες".
Νύχτες μεγάλες με την πίκρα του άπειρου διπλοσφαγμένες
νύχτες με υπόκωφους θορύβους τυραννικές και απέραντες
χίλιες στιγμές και αιωνιότητα χίλιες στιγμές και θάνατος,
κι ήτανε δύσκολη εποχή, κανένας δεν την άκουγε,
κάτι "παιδιά" μονάχα ρίχναν τα βράδια στις ταβέρνες
να προφθάσουν το κακό και τον εμφύλιο, λέει,
μα όσοι γνωρίζαν από τέτοια
βλέπαν που η μοναξιά παράδερνε και η ενοχή που ενέδρευε,
ώσπου κάποια βραδιά σε είδαμε ξανά σε ένα βουβό παλάτι μόνη
"έι... τι κάνεις;" φωνάξαμε και, Θε μου,
το σώμα μας και το δικό σου σώμα
εκμαγείο γύψινο φθαρμένο απ' τη βροχή και από τα χρόνια
σαν φρουραρχείο γκρεμισμένο φρουραρχείο
"θα 'ρθούν κάποια νυχτιά αυτοί που τους ξεχάσαμε, σου είπαμε,
ανύπαρκτο το πρόσωπό τους
και το κρανίο τους γεμάτο σαύρες και γυμνό
θα κατέβουν βήμα το βήμα μόνοι
θ' ανακαλύψουν μια χαρά για τη ζωή
πάνω απ' τα σπίτια και τους τάφους
θ' ανακαλύψουν μια χαρά για τη ζωή
μια πίκρα από αγάπη για μας και για τους πεθαμένους",
κι ύστερα πάλι χάθηκες.
- Ανοίξτε λίγο το ραδιόφωνο, το φως και τα παράθυρα
γιατί, αλήθεια, τι ντροπή να πεθαίνουμε στα άσπρα μας σεντόνια
ενώ όλοι οι φίλοι μας σκοτώθηκαν στο πεζοδρόμιο.
ΥΠΟΤΑΓΗ
Θα 'ρθώ κοντά σου πάλι σαν παιδί που το αγαπούν οι γυναίκες.
Είσαι το πλατύ ποτάμι.
Στην ερημιά σου να 'ρχονται το απόγευμα οι βοσκοί
να πλένουν τη φωνή τους.
Η ΜΝΗΜΗ ΠΑΛΙΩΝΕΙ
Διψώ σαν το ποτάμι που στέρεψε.
Πέτρες αμετακίνητες ανάμεσα στα πόδια, τα χέρια σου,
φράζουν την "πηγή" που ζητάω.
ύπουλος, προσπαθώ να τα τραβήξω χρησιμοποιώντας αστεία,
ή ορμητικός άλλοτε ακριβώς σαν το ποτάμι που κάποτε ήμουν.
Γελάς. Δυο ποτήρια που σπάζουν σε ερημική παραλία, τα γέλια σου.
Ύστερα πια θυμώνεις. Μια ντουφεκιά πέρα μακριά στα χωράφια,
πέφτει με πάταγο η φωνή σου.
Αν είχα πεθάνει, δεν θα με είχες γνωρίσει.
Αν δεν είχες ξεχάσει τα σπίρτα σου εκείνο το απόγευμα
στο σταθμό ή στο τραίνο, επίσης δεν θα με είχες γνωρίσει.
Και αν δεν είχες φύγει από το σπίτι μας στη συνέχεια,
για πάντα εκείνο το βράδυ
φορώντας βιαστικά χωρίς εσώρουχα το φουστάνι,
δεν θα ήμουν τώρα ο άνεμος που από ζήλια γκρεμίζει.
Έτσι είναι λοιπόν οι άντρες. Άλλος βουνό κι άλλος μαχαίρι.
Κι όλα, εδώ τελειώνουν. Και τα απρόοπτα, είναι για να γίνονται.
Ανάμεσα στο τελευταίο τσιγάρο και τη νύχτα
η μνήμη παλιώνει, η φωνή του φίλου χάνεται,
και η παρεξήγηση παίρνει ένα τέλος.
ΤΟΠΙΟ
Ο ποτισμένος από τη βροχή χωματόδρομος
αναθυμιάζει την οργή του μες στο βράδυ
και συ είσαι η πιο όμορφη γυναίκα που έχω γνωρίσει.
Είμαι αμέριμνος μαζί σου στο κρεβάτι
ενώ την ίδια ώρα στους οίκους ανοχής
δεκάδες καπνιστές καρτερικά περιμένουν
να πάρουν ο καθένας τη σειρά του
βρίζοντας επίτηδες για να φανούν λίγο άντρες.
"Ένας λαός ολόκληρος πληρώνει την τάξη σου,
γυρνώ ξάφνου και σου λέω,
και τούτος και κείνος και ο άλλος
και αυτό το κορίτσι με το κόκκινο φουλάρι στο λαιμό
γεμάτο θέληση που φωνάζει "εργάτες σηκωθείτε" -
Όλες οι μπουκάλες των ποτών, σου συνεχίζω,
χύνουν ασταμάτητα οινόπνευμα
στις φλέβες αυτών που δεν πήραν στα σοβαρά τις ευαισθησίες τους
και τα βιβλιάρια του Ι.Κ.Α.
είναι οι καλύτεροι πίνακες που είδα ποτέ μου, ζωγραφικής".
Παίζεις με το πέος μου σαν γάτα με τόπι σε κήπο.
Ύστερα, γυρνώντας στο πάρκο με τους άλλους,
φωνάζεις πίσω σου με θράσος: "Είμαι η επανάσταση".
Η ΜΑΡΙΑ
Με τη Μαρία, δεν σμίγαμε όλη την εβδομάδα. Τα Σαββατόβραδα όμως πηγαίναμε στην γκαρσονιέρα ή στο ξενοδοχείο. Εκεί έδινα εγώ τα χρήματα, έπαιρνα ένα δωμάτιο -στα τελευταία με μπάνιο- άφηνα και τα υπόλοιπα στη γυναίκα "για το γούρι", έλεγα, ενώ η Μαρία με χαμηλωμένο το κεφάλι είχε αρχίσει να ανεβαίνει κιόλας τα πρώτα σκαλοπάτια. Της Μαρίας της άρεσε το "εννέα" στον πρώτο όροφο, που είχε και κορνίζα πάνω απ' το κρεβάτι, ψηλά. Στη συνέχεια, αμέσως σχεδόν, έφτανα και εγώ κοντά της, κλειδώναμε, και την κοιτούσα στιγμές πολλές στα μάτια. Η Μαρία γδυνόταν αρχίζοντας από τα παπούτσια και τις κάλτσες, όπως τα μικρά παιδιά που σου λένε καληνύχτα πριν κοιμηθούν ενώ στη συνέχεια έβγαζε και τα υπόλοιπα, πλην της κιλότας που πάντα έβγαζα εγώ.
Κατόπιν η Μαρία άνοιγε τα μάτια. Εγώ είχα το πρόσωπό μου από πάνω της καθότι είχα καταλάβει πως ήθελε να βλέπει ένα πρόσωπο ευχάριστο, χαρούμενο, την πρώτη εκείνη στιγμή ακριβώς που άνοιγε τα μάτια της, δηλαδή. Καθόταν μετά η Μαρία λίγο στη σιωπή όπως το συνηθίζουν οι γυναίκες την ανάλογη στιγμή και σκεφτόταν πράγματα περίεργα, όπως π.χ. τι ζητάει αυτός από εμένα, ένας ξένος, τον αγαπώ άραγε, κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ., που εγώ καταλάβαινα. Ύστερα χαμογελούσε η Μαρία, άναβε ένα τσιγάρο, ανέβαζε το κεφάλι στο στήθος μου και κάπνιζε διηγούμενη με αστεΐζον δήθεν ύφος περιστατικά από την παιδική της ηλικία, ας πούμε, όπου της έδεσαν μια φορά το πόδι για να κάτσει φρόνιμα ή που την έκλεισαν σε μια αποθήκη με σκοτάδι για να μην κλαίει ή για να μη σπάει τα κουζινικά, ή που έμεινε για ένα διάστημα χωρίς τον πατέρα της, και αυτό ήταν σημαντικό. Εγώ "μαγνητοφωνούσα" με προσοχή μέσα μου αυτά που θα μου άνοιγαν την πόρτα της ψυχολογίας της, προσποιούμενος αυτόν που δεν τον πολυνοιάζει μη και καταλάβει η Μαρία όπου ήμουν ένας "κλέφτης" και τρομάξει και κλειστεί.
Μέναμε ώρες πολλές έτσι ώσπου σε κάποια στιγμή κοίταζε το ρολόι της, σηκωνόταν, φτιαχνόταν στον καθρέφτη, ντυνόταν ράθυμα, αργά, σιγοψιθυρίζοντας έναν ακαθόριστο σκοπό λιγνό σαν επαρχιακό δρόμο, και όταν ετοιμαζόταν, φεύγαμε. Στο πεζοδρόμιο έβγαινα πρώτος εγώ, αυτή δίσταζε για λίγο, πλην όμως στη συνέχεια, ακολουθούσε. Είχε αρχίσει να βραδιάζει πια για καλά έξω και τα μάτια της Μαρίας είχαν πάρει κάτι από το μούχρωμα, κάτι από εκείνο το μαύρο που έπαιρναν οι μυρτιές και οι βάγιες στο προαύλιο της εκκλησιάς του χωριού μου όταν νύχτωνε, και που εκ των υστέρων το ανακάλυψα. Τύχαινε να την κοιτάξω χαριεντιζόμενος μέσα τους - στα μάτια της δηλαδή. Είχαν ζωγραφιστεί πράγματα και πράγματα, όπως λουλούδια, χόρτα περίεργα, καθώς δε και δυο πέτρινα λεοντάρια που είχε τύχει να δω σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι, στην είσοδο, μικρός, μια μέρα που πηγαίναμε στο νοσοκομείο να δούμε το θείο Αλέξανδρο, γι' αυτό και κοντοστεκόμουν τότε με τρόπο στο βήμα εγώ, να θαυμάσω τώρα που το είχα κοντά μου προφίλ, το σπουδαίο κορμί, το αγέρωχο κεφάλι, τα φουντωτά μαλλιά, όπου ακόμα έχω μνήμες στο μυαλό μου τέτοιες που με τυραννούν. Ύστερα προχωρούσαμε, βγαίναμε στη μεγάλη χωματένια πλατεία...
Και ο νους της Μαρίας ήτανε πάντα στη φυγή.
ΣΤΗ ΜΑΝΤΡΑ ΤΟΥ ΑΣΥΛΟΥ
Καθόμασταν μια Κυριακή στην αντηλιά της μάντρας του ασύλου
ώσπου ξάφνου σηκώθηκε ένας και είπε: "να μας πεις για εκείνη".
Και εγώ πήρα το λόγο και άρχισα: "σπίτι εξοχικό η ψυχή της,
το χειμώνα, όπου έβλεπες κάθε πρωί τα πορτοκάλια στην αυλή
και έλεγες κάποιος θα έρχεται
κάποιοι κληρονόμοι θα τα κόβουν αυτά τα δέντρα.
Άνοιξα τότε και μπήκα. Πυροβολεία εγκαταλειμμένα στα βουνά
από μιαν άλλη κατοχή συνάντησα,
νεκροταφεία στην πτέρυγα των μωρών με λαμπαδίτσες του Πάσχα
και μικρά στέφανα από λευκές και ροζ λεμονίτσες.
Και περνούσεν ο καιρός
κοινωνώντας πάντα μόνος τη βαθιά μοναξιά της
όπως τα θηρία το νερό στη δική τους πηγή
ώσπου μετά από χρόνια βρέθηκα στο γάμο της.
Όλοι γελούσαν σε εκείνο το θλιμμένο πανηγύρι,
και αυτός ο πατέρας της διαρκώς έπλενε τα χέρια του
πριν παραδώσει τη σφαγμένη θέλησή της
στο μεγάλο χρόνο πανδαμάτορα των επιθυμιών.
Έμεινα από τη γωνία να την κοιτάζω.
Ήταν σφαγμένη, με το στήθος γυμνό και τα μαλλιά της λυμένα.
Ωραιοτάτη κοιμωμένη για τον τάφο της, φώναξα,
στον άλλο κόσμο θέλω να γίνω ποτάμι και αυτή πηγή,
ο σκοτεινός Αλφειός και η μακρινή Αρέθουσα,
για να σμίγουν τα νερά μας κάπου στα βάθη της θάλασσας.
Λεπτομέρειες δεν συγκρατώ πια. Την άνοιξη μόνο
στα φωτεινά μου διαλείμματα αμυδρά τη θυμούμαι".
Και μελαγχόλησαν όλοι μετά την αφήγησή μου αυτή,
και κανένας δεν μίλησε.
Το σούρουπο μόνο εκεί που πάλευε ο ήλιος με τη νύχτα
μου φώναξε ένας: "περνάει στον ορίζοντα εκείνη που μας έλεγες".
Γύρισα και κοίταξα πέρα μακριά. Καραβάνι περνούσαν οι άνθρωποι
γέροντες και νέοι του περασμένου κόσμου· με παλτά. Σκισμένοι.
Με μια κομμένη ζώνη στη μέση. Εξομοιωμένοι.
Και στο τέλος εσύ. Μόνη.
Με το ραβδί ανιχνεύοντας το δρόμο, όπως οι τυφλοί.
Πηγή: Γιώργος Μαρκόπουλος, "Ποιήματα (1968-1987)", Αθήνα, εκδόσεις Νεφέλη, 2000
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
ΠΕΝΤΕ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ Π. Α. ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
CARL G. JUNG - ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
ΛΙ ΤΣΙΝ ΤΣΑΟ (1084-1155) - 4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σ. ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΜΑΡΗ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Α. ΑΡΤΩ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΛΑΣΗΣ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
PAUL VERLAINE - ΠΟΙΗΜΑΤΑ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
"ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ" - ΦΡΗΝΤΡΙΧ ΧΕΛΝΤΕΡΛΙΝ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου