Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

ΠΕΝΤΕ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ Π. Α. ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΠΕΝΤΕ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΛΑΤΙΝΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ (απόδοση: Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ)  Διονυσίου Σοφιστού Ἡ τὰ ρόδα, ροδόεσσαν ἔχεις χάριν. Ἀλλὰ τί πωλεῖς; Σαυτήν, ἤ τὰ ρόδα ἠὲ συναμφότερα;   Πεζή απόδοση Εσύ που φέρεις τα ρόδα, τριανταφυλλένια έχεις χάρη. Όμως, τι πουλάς; Τον εαυτό σου ή τα ρόδα; Ή και τα δυο;   Λογοτεχνική απόδοση Κόρη με τα τριαντάφυλλα, απαλή κι ευγενική σαν ρόδο, πραμάτεια ποια δηλώνεις; Των ανθών τη σάρκα, τη δική σου; Ή μήπως και τα δυο; ~ ~ ~ Αδέσποτον Ὦ σοβαρὴ βαλάνισσα, τι μ’ οὕτως ἔκπυρα λούεις; πρὶν μ’ ἀποδύσασθαι, τοῦ πυρὸς αἰσθάνομαι. Πεζή απόδοση Περήφανη γυναίκα των λουτρών, σε καυτό λουτρό γιατί να με βάλεις; Πριν ακόμη βγάλω τα ρούχα μου, αισθάνομαι τη φωτιά σου.   Λογοτεχνική απόδοση Περήφανη γυναίκα των λουτρών, το νερό μη το θερμαίνεις. Πριν ακόμη τη γύμνια μου αποθέσω στον βωμό σου, ήδη μέσα στη φλόγα σου βαπτίζομαι. ~ ~ ~ Αδέσποτον Εἴθ’ ἄνεμος γενόμην, σὺ δὲ (σὰς) στείχουσα παρ’ αὐλὰς στήθεα γυμ...

PAUL VERLAINE - ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Claude Monet, Water Lilies, 1914-1926

 ΚΑΜΑΤΟΣ


               Στις μάχες του έρωτα, πεδίο από φτερά
               GONGORA

Δος μου την ατονία, την ατονία, την ατονία!
Μέρωσε πια του πυρετού το φρένιασμα, γλυκιά μου!
Ως και στην άκρη του οργασμού -το βλέπεις- η ερωμένη
χρωστά να γίνει ανέμελη κι ειρηνικιά αδερφούλα.

Γίνου ερωτιάρα, δος μου τα κοιμάμενά σου χάδια,
ρυθμικιά την ανάσα σου και το βαθύ σου βλέμμα·
τ' άνομο σφιχταγκάλιασμα, ο σπασμός που ποθολύνει,
τι είναι μπρος στο μακρόσυρτο φιλί -κι ας είναι ψέμα!

Μες στη γλυκιά, χρυσή καρδιά σου -ακούω, καλή μου, ξέρω-
το πάθος το άκρατο χιμάει και μες στο κέρας κράζει:
άφησ' το εσύ το δολερό, κι αν του βολεί, ας σαλπίζει·

το μέτωπό σου και το χέρι βάλε στα δικά μου,
κι άμωσέ μου όρκους, που αύριο θα τους πατήσεις πάλι,
κι ας κλάψομε, μικρούλα απρόφταστη, ως να ξημερώσει!

(μετάφραση: Τέλλος Άγρας)


ΤΟ ΓΝΩΡΙΜΟ ΜΟΥ Τ' ΟΝΕΙΡΟ

Τ' όνειρο αυτό, το αλλόκοτο, συχνά με συνεπαίρνει,
μιας άγνωστης, που εγώ αγαπώ τάχα, κι εκείνη εμένα,
και που η παρόμοια ολότελα κάθε φορά δε μοιάζει,
μήτε άλλη ολότελα, που μ' αγαπάει και που με νιώθει.

Γιατί με νιώθει· κι η καρδιά μου, -διάφανη μονάχα
γι' αυτήν, αλίμονο!- η καρδιά μου, η σφίγγα πια δεν είναι
γι' αυτήν μονάχα, και τον ιδρώτα απ' το μέτωπό μου,
μονάχα εκείνη, κλαίγοντας, να τον στεγνώσει ξέρει.

- Να 'ναι ξανθιά, μελαχρινή, για ρούσα; - Δεν το ξέρω.
- Και τ' όνομά της; Ηχερό, γλυκό θυμούμαι να 'ναι,
σαν των καλών μας, που η Ζωή τούς έχει αποδιωγμένους.

Το βλέμμα έχει απαράλλαχτο μ' αγαλματένιο βλέμμα,
κι έχει η φωνή της -ήμερη, κι αργή, και μακρυσμένη-
το λύγισμα έχει απ' τις φωνούλες που είναι σκοτωμένες.

(μετάφραση: Τέλλος Άγρας)


ΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

Μέσα στο πάρκο το παλιό, που παγωνιά κι ερμιά το δένουν,
δυο ίσκιοι ξάφνου φαίνονται ζευγάρι να διαβαίνουν.

Τα μάτια τους είναι νεκρά, κι απ' τ' απαλό τους στόμα
τα λόγια βγαίνουν σιγαλά, που μόλις αγρικιούντ' ακόμα.

Μέσα στο πάρκο το παλιό, το ερημικό και παγωμένο,
δυο ίσκιοι αναθυμίζονται κάποιον καιρόν ευτυχισμένο.

- Θυμάσαι τάχα τα παλιά τα ονειρεμένα εκείνα χρόνια;
- Τώρα προς τι να με ρωτάς αν τα θυμούμαι αιώνια;

- Τάχα η καρδιά σου χτύπο της ακόμα τ' όνομά μου το 'χει;
   Ζει κι η ψυχή μου πάντοτε στα ονείρατά σου; - Όχι!

- Ω τις αξέχαστες στιγμές της θείας ευτυχίας! πού να 'ναι;
  Στόμα με στόμα εσμίγαμε, θυμάσαι; - Αλήθεια πάνε...

- Πώς ήταν τότε ο ουρανός γαλάζιος κι η ελπίδα πόση!
- Πάει κι η ελπίδα, ο ουρανός μαύρος την έχει περιζώσει.

Έτσι στα στάχυα τα τρελα οι δυο σκιές περιπατούσαν,
κι η νύχτα μόνον άκουγε τα λόγια που μιλούσαν.

(μετάφραση: Μιλτιάδης Μαλακάσης)


ΚΑΤΙ ΚΛΑΕΙ

               βρέχει σιγανά στην πόλη
               ARTHUR RIMBAUD

Κάτι κλαίει μες στην καρδιά μου
καθώς βρέχει στη χώρα.
Σαν τι μαράζι, αλιά μου,
στραγγίζει την καρδιά μου;

Γλυκοστάζει η βροχή
στη γη, στα κεραμίδια·
στην άχαρη ψυχή
τι τραγουδάς, βροχή;

Κλάμα χωρίς αιτία
καρδιάς βαργεστισμένης.
Μήπως καμιά απιστία;...
Πονώ χωρίς αιτία.

Κι είναι ο πόνος περίσσος,
να μην ξέρεις γιατί
χωρίς αγάπη ή μίσος
σε καίει καημός περίσσος.

(μετάφραση: Κωστής Παλαμάς)


ΟΙ ΓΛΥΚΙΕΣ ΜΕΡΕΣ, ΟΙ ΑΝΟΜΕΣ

Οι γλυκιές μέρες, οι άνομες, έφεγγαν όλη μέρα
και τρέμουν, να, στις χάλκινες τις αντηλιές της δύσης.
Κλείσε τα μάτια σου, φτωχιά ψυχή μου, κι έλα μέσα:
παγίδες στήνει ο πειρασμός. Θα κολαστείς, ψυχή μου!

Όλο έφεγγαν, καθώς κυματιστό χαλάζι φλόγες,
τα κλήματα όλα δέρνοντας στη ράχη, όλα λυγώντας
τα στάχυα των αγρών, και τον ολόγλαυκο εμολεύαν
τον ουρανό, τον μουσικό ουρανό, που σε φωνάζει.

Ω φρίκη! ω φύγε, αργόπορη και δένοντας τα χέρια!
Τα ωραία μας τα Αύριο αν πέσουνε βορά στα Χτες -στοχάσου!
Το πάθος το παλιό αν ζητάει να πάει ακόμα πέρα;

Στρέφουν απάνω σου: χρωστάς ξανά να τις σκοτώσεις;
Μια έφοδο ανήμερη, σκληρή -η υπέρτατη, το ξέρω!
Ω προσευχήσου, ενάντια προς τη θύελλα, προσευχήσου!

(μετάφραση: Τέλλος Άγρας)


ΕΝΑΣ ΒΑΘΥΣ, ΜΑΥΡΟΣ ΥΠΝΟΣ

Ένας βαθύς, μαύρος ύπνος
πέφτει απάνω στη ζωή μου.
Κάθ' ελπίδα μου, κοιμήσου.
Κάθε αποθυμιά μου, κοίμου.

Τίποτε δε βλέπω πια,
χάνονται όλα μες στη λήθη
το καλό και το κακό...
Ω θλιμμένο παραμύθι!

Είμαι σα μια κούνια
που ένα χέρι την κουνάει
στην κρυφή σπηλιά.
Σιωπή!... μιλιά!...

(μετάφραση: Λάμπρος Πορφύρας)


ΤΟ ΓΑΛΑΝΟ ΟΥΡΑΝΟ

Το γαλανό ουρανό χαρά αποπάνω μου
                θεού γιομίζει.
Ένα δεντρί το βάγιο του αποπάνω μου
                το ναναρίζει.

Σημάντρου αχός στον ουρανό που φαίνεται
                γλυκοσκορπιέται.
Ένα πουλάκι στο δεντρί που φαίνεται
                παραπονιέται.

Ήσυχή, απλή, θεέ μου, η ζωή είν' εκεί,
                ειρηνοφόρα.
Τούτ' η βοή που φτάνει, είν' από κει,
                από τη χώρα.

- Τι τα 'καμες, εσύ που κλαις και κλαις,
                δάκρυα ποτάμι,
τα νιάτα σου -πες, πες μου- εσύ που κλαις,
                τι τα 'χεις κάμει;

(μετάφραση: Κωστής Παλαμάς)

Πηγή: Paul Verlaine, "Νυχτερινή φαντασία", Αθήνα, εκδόσεις Ποταμός, 2003




Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ