Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Σ. ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΜΑΡΗ

Édouard Manet,  Olympia , 1863    Μια κάμαρη που μοιάζει μ’ ονειροφαντασιά, μια κάμαρη αληθινά πνευματική , όπου ο στεκάμενος αέρας είναι αχνόθωρα βαμένος ροδογάλανος.    Η ψυχή λούζεται εκεί, μέσα στη ραθυμία, αρωματισμένη με νοσταλγία κι αποθυμιά. – Είναι κατιτί σαν από σούρουπο, γλυκορόδινο κι αχνογάλαζο· όνειρο ηδονής απάνου σε μιαν έκλειψη.    Τα έπιπλα έχουνε σκήματα μακρουλά, αποσταμένα, λαγγεμένα. Τα έπιπλα είναι σα να ονειρεύουνται. Θα τάλεγε κανείς προικισμένα με μια ζωή υπνιασμένη, καθώς το φυτό και τορυχτό. Τα υφάσματα μιλούνε μια γλώσσα βουβή, όπως τα λουλούδια, όπως οι ουρανοί, όπως τα ηλιοβασιλέματα.    Στους τοίχους καμιά καλλιτεχνική αμαρτία. Μπροστά στο απλό τόνειρο, στην ανάλυστη εντύπωση, η ορισμένη τέχνη, η τέχνη η θετική είναι βλαστήμια. Εδώ έχουνε όλα το ανάλογο φως και τη μαγευτικιά σκοτεινάδα της αρμονίας.    Μια μυρουδιά απειροελάχιστη από το πιο εξαίσιο νοτισμένη πολύ αλαφρά με υγρασία, πλέει μέσα σ’ αυτόν τον αέρα, όπου το πνέμα το γλυκαποκοιμίζουν αίστη

Α. ΑΡΤΩ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΛΑΣΗΣ


 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΛΑΣΗΣ

στον Anohé Gaillard

   Ούτε η κραυγή μου ούτε ο πυρετός μου δε βγαίνουν από μένα. Απ’ αυτήν την αποσύνθεση των δευτερευόντων δυνάμεών μου, απ’ αυτά τα αποσιωπημένα στοιχεία της σκέψης και της ψυχής, μονάχα τη μονιμότητά τους αντιλαμβανόμαστε.

   Αυτό το κάτι που βρίσκεται μεσοστρατίς ανάμεσα στο χρώμα της χαρακτηριστικής μου ατμόσφαιρας και στην αιχμή της πραγματικότητάς μου.

   Δεν έχω τόσο ανάγκη για τροφή όσο για μια κάποια στοιχειώδη συνείδηση.
Αυτό το δέσιμο της ζωής όπου γαντζώνεται η εκπομπή της σκέψης.
Έναν κόμπο κεντρικής ασφυξίας.

   Να ακουμπήσω απλά σε μιαν αλήθεια καθαρή, αλήθεια δηλαδή που έχει μια μονάχα κόψη.

   Το πρόβλημα αυτό του αφανισμού του εγώ μου δεν παρουσιάζεται πια με το αποκλειστικά πονεμένο του πρόσωπο. Νιώθω πως καινούριοι παράγοντες παρεμβάλλονται μέσα στον εκφυλισμό της ζωής μου και αυτό σαν να έχω μια καινούρια συναίσθηση της εσώτερής μου απώλειας.

   Το να αφεθώ στην τύχη και να ριχθώ μέσα στη βεβαιότητα μιας αλήθειας που προαισθάνομαι, όσο κι αν είναι τυχαία, είναι για μένα όλο το νόημα της ζωής μου.
Στέκομαι ώρες ολόκληρες, απορροφημένος από την εντύπωση μιας ιδέας, ενός ήχου. Η συγκίνησή μου δεν αναπτύσσεται μέσο στον χρόνο, δεν έχω διαδοχές μέσα στον χρόνο. Οι παρορμήσεις της ψυχής μου βρίσκονται σε τέλεια συμφωνία με την απόλυτη ιδέα πνεύματος.

   Να τοποθετηθώ απέναντι στη μεταφυσική που τη δημιούργησα σε σχέση με το κενό που φέρω μέσα μου.

   Αυτόν τον πόνο που έχει φυτρώσει μέσα μου σαν σφήνα, στο κέντρο της πιο καθαρής μου ύπαρξης, σ’ αυτό το χώρο της ευαισθησίας όπου οι δύο κόσμοι του σώματος και του πνεύματος συναντώνται, έμαθα να τον διασκεδάζω με το τέχνασμα μιας ψεύτικης υποβολής.
   Το διάστημα αυτό του λεπτού που διαρκεί η λάμψη ενός ψεύδους, πλάθω μια σκέψη φυγής, ρίχνομαι πίσω από τα ψεύτικα ίχνη που μου δείχνει το αίμα μου. Κλείνω τα μάτια της νόησής μου, κι αφήνοντας να μιλά μέσα μου το ασχημάτιστο, παρέχω στο εαυτό μου την ψευδαίσθηση ενός συστήματος που οι όροι του θα μου διέφευγαν. Όμως απ’ αυτό το λεπτό της πλάνης μένω με το συναίσθημα πως έχω αρπάξει απ’ το άγνωστο κάτι το πραγματικό. Πιστεύω στους αυθόρμητους εξορκισμούς. Στους δρόμους όπου το αίμα μου με πηγαινοφέρνει δεν περνάει μέρα όπου να μην ανακαλύψω μιαν αλήθεια.

   Η παραλυσία με κατακτά και μ’ εμποδίζει όλο και περισσότερο να ξαναγυρίσω στον εαυτό μου. Δεν έχω πια στήριγμα, θεμέλιο… ψάχνω να βρω τον εαυτό μου κι εγώ δεν ξέρω πού. Η σκέψη μου δεν μπορεί να πάει εκεί που τη σπρώχνουν η συγκίνησή μου και οι εικόνες που ξεσηκώνονται μέσα μου. Αισθάνομαι ευνουχισμένος ως στις παραμικρότερες παρορμήσεις. Καταλήγω να δω το φως μέσα από εμένα τον ίδιο, ύστερα από πολλές παραιτήσεις προς όλες τις κατευθύνσεις της διάνοιας και της ευαισθησίας μου. Πρέπει να καταλάβουμε πως είναι ο ίδιος ο ζωντανός άνθρωπος που έχει πληγεί μέσα μου και πως αυτή η παραλυσία που με πνίγει βρίσκεται στο κέντρο της καθημερινής μου προσωπικότητας κι όχι σε ό,τι αισθάνομαι σαν εκλεκτός. Βρίσκομαι οριστικά δίπλα στη ζωή. Το μαρτύριό μου είναι τόσο λεπτό, τόσο εκλεπτυσμένο που γίνεται φριχτό. Μου χρειάζονται προσπάθειες παράλογες φαντασίας, δεκαπλασιασμένες από το σφίξιμο αυτής της πνιγηρής ασφυξίας για να καταφέρω να αναλογισθώ το κακό μου. Κι αν επιμείνω έτσι σ’ αυτήν την καταδίωξη, σ’ αυτήν την ανάγκη να καθορίσω μια για πάντα την κατάσταση της αποπνιξίας μου…

   Έχεις σίγουρα άδικο να υπαινίσσεσαι αυτήν την παραλυσία που με απειλεί. Με απειλεί πράγματι και με κατακτά μέρα με την ημέρα. Κιόλας υπάρχει σαν μια φριχτή πραγματικότητα. Βέβαια μεταχειρίζομαι ακόμα (αλλά για πόσο καιρό;) όπως θέλω τα μέλη μου, αλλ’ όμως να που είναι καιρός που δεν εξουσιάζω πια το πνεύμα μου, και που ολόκληρο το ασυνείδητό μου με εξουσιάζει με παρορμήσεις που έρχονται απ’ τα βάθη των λυσσασμένων νεύρων μου κι απ’ τη δίνη του αίματός μου. Εικόνες συμπιεσμένες και γρήγορες, που δεν λένε στο πνεύμα μου παρά λέξεις θυμού και τυφλού μίσους, που όμως περνάνε σαν μαχαιριές ή σαν αστραπές σ’ έναν ουρανό περιφραγμένο.

   Με σημαδεύει ένας καταπιεστικός θάνατος μέσα απ’ τον οποίο ο αληθινός θάνατος δε με τρομάζει καθόλου.

   Αυτές οι τρομακτικές μορφές που επέρχονται, νιώθω πως η απελπισία που μου φέρνουν είναι ζωντανή. Γλιστράει σ’ αυτό το δέσιμο της ζωής ύστερα απ’ το οποίο ανοίγουν οι δρόμοι της αιωνιότητας. Είναι στ’ αλήθεια ο παντοτινός αποχωρισμός. Γλιστρούν το μαχαίρι τους σ’ εκείνο το κέντρο όπου αισθάνομαι άνθρωπος, κόβουν τους ζωικούς δεσμούς που μ’ ενώνουν με το όνειρο της φωτεινής μου ύπαρξης.
   Μορφές μιας βασικής απελπισίας (πραγματικά ζωικής),
   σταυροδρόμι των αποχωρισμών,
   σταυροδρόμι της αίσθησης της σάρκας μου,
   εγκαταλειμμένης απ’ το σώμα μου,
   εγκαταλειμμένης από κάθε πιθανό συναίσθημα μέσα στον άνθρωπο.
   Δεν μπορώ να τη συγκρίνω παρά μ’ αυτήν την κατάσταση μέσα στην οποία βρισκόμαστε στην καρδιά ενός παραληρήματος που οφείλεται στον πυρετό, κατά τη διάρκεια μιας βαθιάς αρρώστιας.
   Είναι αυτή η αντινομία ανάμεσα στη βαθιά μου ευχέρεια και στην εξωτερική μου δυσκολία που δημιουργεί την οδύνη από την οποία πεθαίνω.
   Ο καιρός μπορεί να περνά κι οι κοινωνικές ταραχές του κόσμου ν’ αφανίζουν τις σκέψεις των ανθρώπων, εγώ είμαι ανέγγιχτος από κάθε σκέψη που είναι βουτηγμένη μέσα στα φαινόμενα. Ας μ’ αφήσουν στα σβησμένα μου σύννεφα, στην αθάνατή μου ανικανότητα, στις παράλογες ελπίδες μου. Αλλ’ ας μάθουν καλά πως δεν απαρνούμαι καμιά απ’ τις πλάνες μου. Αν έκρινα άδικα το λάθος είναι στη σάρκα μου, όμως αυτά τα φώτα που το πνεύμα μου αφήνει να διαθλώνται από ώρα σε ώρα, είναι η σάρκα μου της οποίας το αίμα σκεπάζει από αστραπές.
   Μου μιλάει περί Ναρκισσισμού, του αντιτάσσω πως πρόκειται για τη ζωή μου. Δε λατρεύω το εγώ μου αλλά τη σάρκα μου, με το απτό νόημα της λέξης. Όλα τα πράγματα δε μ’ αγγίζουν παρά μόνο τόσο όσο προσβάλλουν τη σάρκα μου, όσο συνταυτίζονται μαζί της, και ως το σημείο μάλιστα να τη συγκλονίζουν, όχι πιο πέρα. Τίποτα δε μ’ αγγίζει, δε μ’ ενδιαφέρει εκτός απ’ αυτό που απευθύνεται κατευθείαν στη σάρκα μου. Και κείνη τη στιγμή μου μιλά για το Αυτό. Του αντιτάσσω πως το Εγώ και το Αυτό είναι δύο όροι διαφορετικοί και δεν πρέπει να τους συγχέουμε, κι είναι ακριβώς οι δύο όροι που ταλαντεύονται στην ισορροπία της σάρκας.

   Νιώθω κάτω απ’ τη σκέψη μου το έδαφος που ξεραίνεται, κι από κει οδηγούμαι στο να ατενίσω τους όρους που χρησιμοποιώ χωρίς το στήριγμα του εσώτερου νοήματός τους, το στήριγμα της προσωπικής τους υπόστασης. Και ακόμα καλύτερα το σημείο απ’ όπου αυτή η υπόσταση φαίνεται να ενώνεται με τη ζωή μου μού γίνεται ξαφνικά παράξενα αισθητό, και αυτοδύναμο. Έχω την εντύπωση ενός απροσδόκητου διαστήματος, και ακίνητου, εκεί όπου καλώς εχόντων των πραγμάτων όλα είναι κινήσεις, επικοινωνία, αλληλεπιδράσεις, πορεία.
   Αλλά αυτή η στειρότητα που προσβάλλει τη σκέψη μου μέσα στις ρίζες της, μέσα στις πιο επείγουσες επικοινωνίες της με τη νόηση και το ένστικτο του πνεύματος, δε συμβαίνει μέσα στο χώρο τού χωρίς αίσθηση αφηρημένου όπου μόνο τα ανώτερα τμήματα της νόησης θα συμμετείχαν. Πιο πολύ κι απ’ το πνεύμα που παραμένει ανέπαφο, με ανασηκωμένες τις αιχμές του, αυτή η στειρότητα προσβάλλει και διαστρέφει τη νευρική διαδρομή της σκέψης. Είναι μέσα στα μέλη και το αίμα που αυτή η απουσία και αυτή η διακοπή γίνονται ιδιαίτερα αισθητές.
   Έν δυνατό ψύχος
   μια απαίσια αποχή
   τα τρίσβαθα ενός εφιάλτη από οστά και σάρκες, με το συναίσθημα στομαχικών διαταραχών που χτυπάνε, όπως χτυπιέται μια σημαία απ’ τους λαμπυρισμούς της καταιγίδας.
   Εικόνες εμβρυακές που είναι σα να τις σπρώχνεις και που δεν έχουν σχέση με καμία λέξη.

Είμαι άνθρωπος απ’ τα χέρια και τα πόδια μου, την κοιλιά μου, την κρεάτινη καρδιά μου, το στομάχι μου που οι κλειδώσεις του με συνδέουν με την αποσύνθεση της ζωής.
  Μου μιλάνε για λέξεις, μα δεν πρόκειται για λέξεις, πρόκειται για τη διάρκεια του πνεύματος.
   Σ’ αυτήν τη φλούδα των λέξεων που πέφτει, πρέπει να φανταστούμε πως είναι ανακατεμένη και η ψυχή. Δίπλα στο πνεύμα υπάρχει η ζωή, υπάρχει η ανθρώπινη ύπαρξη στην περιφέρεια της οποίας περιστρέφεται αυτό το πνεύμα, ενωμένο μαζί της μ’ ένα πλήθος νημάτων…

   Όχι, κάθε σωματικό ξερίζωμα, κάθε ελάττωση της φυσικής δραστηριότητας κι αυτό το βάσανο να νιώθεις τον εαυτό σου εξαρτημένο μέσα στο σώμα σου, κι αυτό το ίδιο το σώμα παραφορτωμένο μάρμαρο και ξαπλωμένο σ’ ένα κακό ξύλο, δεν αντισταθμίζουν τον πόνο να είσαι αποστερημένος από τη σωματική αίσθηση και την αίσθηση της εσωτερικής σου ισορροπίας. Η ψυχή ας χαθεί απ’ τη γλώσσα ή η γλώσσα απ’ το πνεύμα, κι αυτή η ρήξη ας χαραχτεί μέσα στους κάμπους των αισθήσεων σαν ένα απέραντο αυλάκι απελπισίας και αίματος, να ο μεγάλος πόνος που υποσκάπτει όχι τη φλούδα ή το σκελετό, αλλά την ΥΦΗ των σωμάτων. Μένει να χαθεί αυτή η περιπλανώμενη σπίθα για την οποία νιώθουμε ΠΩΣ ΗΤΑΝ μια άβυσσος που απλώνεται σ’ όλη την έκταση του πιθανού κόσμου, και το συναίσθημα μιας ματαιότητας ίδιας με τον κόμπο του θανάτου. Αυτή η ματαιότητα είναι σαν το ηθικό χρώμα αυτής της αβύσσου κι αυτής της έντονης κατάπληξης, και το φυσικό χρώμα έχει τη γνώση ενός αίματος που αναβρύζει καταρρακτωδώς μέσα από τ’ ανοίγματα του εγκεφάλου.

   Ματαιοπονούν λέγοντάς μου πως βρίσκεται μέσα μου αυτή η απειλή του θανάτου, εγώ συμμετέχω στη ζωή, εκπροσωπώ το πεπρωμένο που με διάλεξε και δεν είναι δυνατόν όλη η ζωή του κόσμου να με λογαριάζει μια κάποια στιγμή μαζί της γιατί από την ίδια της τη φύση απειλεί την αρχή της ζωής.
   Υπάρχει κάτι που βρίσκεται πάνω από κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα: είναι το παράδειγμα αυτής της μονότονης σταύρωσης, αυτής της σταύρωσης όπου η ψυχή δε σταματά πια να χάνεται.

   Η χορδή της νόησης που με διαπερνάει και μ’ απασχολεί και του ασυνείδητου που με τρέφει, αποκαλύπτει νήματα όλο και πιο λεπτά στην καρδιά του διακλαδωμένου ιστού της. Κι είναι μια καινούρια ζωή που ξαναγεννιέται, όλο και πιο βαθιά, εκφραστική, ριζωμένη.

   Ποτέ καμιά διευκρίνηση δε θα μπορέσει να δοθεί απ’ αυτήν την ψυχή που στραγγαλίζεται, γιατί η οδύνη που τη σκοτώνει, που της κατατρώει τις ίνες, συμβαίνει αποκάτω απ’ τη σκέψη, αποκάτω από κει όπου μπορεί να φθάσει η γλώσσα, αφού είναι η ίδια η ένωση εκείνου που την κάνει και την κρατά πνευματικά συσσωματωμένη, που σπάει καθώς η ζωή την καλεί στη μονιμότητα της διαύγειας. Πού να βρεις διαύγεια σ’ αυτό το πάθος, σ’ αυτό το είδος κυκλικού και θεμελιακού μαρτυρίου. Κι ωστόσο ζει με μια διάρκεια όμως διακοπτόμενη όπου το φευγαλέο ανακατεύεται αδιάκοπα με το ακίνητο, και το συγκεχυμένο μ’ αυτήν τη διαπεραστική γλώσσα μιας διαύγειας χωρίς διάρκεια. Αυτή η κατάρα προσφέρει μιαν υψηλή διδασκαλία εξαιτίας του βάθους στο οποίο φτάνει, αλλά ο κόσμος δε θ’ ακούσει το μάθημά της.

   Τη συγκίνηση που φέρνει η εκκόλαψη μιας μορφής, η προσαρμογή των διαθέσεών μου στην αυτοδυναμία ενός διαλόγου χωρίς διάρκεια είναι για μένα μια κατάσταση ιδιαίτερα πιο πολύτιμη από τον κορεσμό της δραστηριότητάς μου.
   Είναι η λυδία λίθος για μερικά πνευματικά ψεύδη.
   Είναι αυτό το είδος οπισθοχώρησης που κάνει το πνεύμα δώθε από τη συνείδηση που το καθορίζει, για να πάει να βρει τη συγκίνηση της ζωής. Αυτή η συγκίνηση βρίσκεται έξω από το ιδιαίτερο σημείο όπου το πνεύμα την αναζητά, και αναβλύζει μια πλούσια πυκνότητα μορφών και με μια δροσερή ροή, αυτή η συγκίνηση που ξαναδίνει στο πνεύμα τον συγκλονιστικό ήχο της ύλης, ολόκληρη η ψυχή κατρακυλάει εκεί και περνά στο φούντωμα της φωτιάς της. Μα πιο πολύ κι απ’ τη φωτιά, αυτό που θέλγει την ψυχή είναι η καθαρότητα, η ευκολία, η φυσικότητα και η παγερή αγνότητα αυτής της υπερβολικά δροσερής ύλης που αποπνέει το ζεστό και το κρύο.
   Αυτή εκεί ξέρει τι σημαίνει φανέρωση αυτής της ύλης και η εκκόλαψη της ποιας υποχθόνιας σφαγής είναι το τίμημα. Αυτή η ύλη είναι το στάθμισμα ενός κενού που αγνοείται.
   Όταν στοχάζομαι, η σκέψη μου ψάχνει τον εαυτό της μέσα στον αιθέρα ενός καινούριου χώρου. Βρίσκομαι στο φεγγάρι όπως άλλοι βρίσκονται στο μπαλκόνι τους. Συμμετέχω στη διαπλανητική έλξη όντας μέσα στις ρωγμές του πνεύματός μου.
   Η ζωή θα τραβήξει τον δρόμο της, τα γεγονότα θα ξετυλιχθούν, οι πνευματικές συγκρούσεις θα λυθούν, κι εγώ δε θα συμμετέχω σ’ αυτές. Δεν περιμένω τίποτε ούτε απ’ τη φυσική ούτε απ’ την ηθική πλευρά. Για μένα μένει ο αδιάκοπος πόνος και η σκιά, η νύχτα της ψυχής, και δεν έχω τη φωνή να το φωνάξω.

   Σπαταλήστε τα πλούτη σας μακριά απ’ αυτό το αναίσθητο σώμα που καμιά εποχή ούτε πνευματική, ούτε αισθησιακή δεν το επηρεάζει.
   Διάλεξα την περιοχή του πόνου και της σκιάς όπως άλλοι διαλέγουν τη λάμψη και τη συσσώρευση της ύλης.
   Δε δουλεύω μέσα στην έκταση μιας οποιασδήποτε περιοχής.
   Δουλεύω μέσα στη μοναδική διάρκεια.

Αντονέν Αρτώ, Η μεγάλη ημέρα και η μεγάλη νύχτα, εκδ. Αιγόκερως, μτφρ. Στέφανος Ευθυμιάδης

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ