ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
«[...] Γείρε στην αγκαλιά μου και κοιμήσου/ εδώ/ στον κήπο της καρτερίας μας./ Άσε το βιβλίο•/ γνωρίζεις αρκετά για να μ' αγαπήσεις. [...]» (απόσπασμα από τα «Άνθη που σκάλισε ο ουρανός» (Νεφέλη, 2025))
Επιλεγμένα
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
ΑΝΘΗ ΠΟΥ ΣΚΑΛΙΣΕ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΛΑΤΑΝΙΩΤΗΣ
Πρώτη δημοσίεση στο περιοδικό "Νέο Πλανόδιον" στις 22/05/2025.
Δ΄
Τ’ ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΟΡΕΣΤΗ
Το υγρό φιλί σου σαν την άμπωτη πήρε κάτι από εμένα
ένα μυστήριο κρυμμένο
μες στους κολπίσκους και τις προεξοχές των βράχων
εκεί που το κύμα ερωτεύεται τον θάνατο.
Ξεφλούδισε το σώμα μου απ’ το γλυκό όνειρο
και γυμνός σαν την πείνα του άγριου ζώου
αφουγκράζομαι τη θαλασσινή βοή
την πανάρχαια μάνα της εφηβείας.
Κ’ είναι ο άνεμος ένα κοχύλι στο αυτί μου
το επικίνδυνο κάλεσμα των χορικών τραγουδά
και τα χέρια μου λερώνονται με το πατρικό αίμα.
Είναι το σπίτι μου κοντά
μια καλύβα παραδομένη στους τρόπους της θάλασσας
μα φοβάμαι να μπω.
Έρχονται από μέσα φωνές ακρωτηριασμένες
του γδικιωμού το τραύλισμα
φωνές σκουριασμένες σαν παλιό μαχαίρι.
Είναι το σπίτι μου ένα ρημοκλήσι
με το ταγκό σκοτάδι των αγίων
τη μαύρη κάπα που καλύπτει τους ώμους των ενοχών μου
σαν δηλητηριασμένο πουκάμισο.
Φοβάμαι να μπω
φοβάμαι ν’ ασπαστώ τα μάγουλα του νεκρού πατέρα.
Φοβάμαι να φιλήσω αυτό που θα με σωπάσει.
Ε΄
ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΗ ΝΕΚΡΗ ΙΙ
Ήταν μια νωθρή νύχτα του Φλεβάρη
κ’ εσύ έβηχες απ’ το μέσα δωμάτιο.
Πέρα απ’ τους αγρούς
οι άνθρωποι εργάζονταν στις φάμπρικες στερημένοι.
Ζητούσαν οτιδήποτε είχαμε στις τσέπες μας
τσαλακωμένα μανιφέστα και πρόχειρα στιχάκια
ψιθύρους κ’ ερωτόλογα
οτιδήποτε θα τους έδινε τη δύναμη
να κρατήσουν τη μνήμη στο σωστό ύψος
να μην ξεχάσουν
πως ο άνθρωπος είναι γαλήνη.
Ποιο είναι το φάρμακο για τον πυρετό
που προκαλούν οι λαμπυρισμοί της θάλασσας;
Πώς ν’ ανακουφίσεις κάποιον απ’ τον ρωμαλέο έρωτα
που γεννούν στην ψυχή οι κορφές των βουνών;
Πώς ν’ αγγίξεις την ψυχή του ανθρώπου δίχως να τη χαλάσεις
το πνεύμα που είναι ευαίσθητο σαν τα φτερά της πεταλούδας;
Ποιο χέρι ύφανε μια τόσο λεπτή ταπισερί
που αντέχει τόσο μεγαλείο;
Νοσούσες απ’ την αφέλεια των πραγμάτων
κ’ εγώ σου διάβαζα το μοναδικό βιβλίο που αγάπησες
ένα μεσαιωνικό έπος με δοκιμασίες και τραγούδια.
Γιατί έλεγες πως η αγάπη είναι η μόνη αλήθεια
που μας είπε ο χειμώνας.
Ώσπου έγδυσε τα κόκαλά σου η νύχτα
κι αναπαύτηκες μες στον θρυλικό σου τάφο.
ΣΤ΄
Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
Αυτό το χώμα δεν μπορεί να
μιλήσει πια.
Σωπαίνει υποταγμένο κάτω απ’ το βαρύ πετραχήλι της μέρας
δεν μπορεί ν’ αφηγηθεί τον χειμώνα.
Κι ο χείμαρρος του αίματος σπάει το φράγμα του θανάτου
σαν το πολεμικό φως που διαπερνά τον φεγγίτη
του κελιού της αιώνιας απουσίας μας από τα πράγματα.
Το χώμα της πατρίδας μου είναι ορεινό και παγωμένο
το χώμα της πατρίδας μου αντιδονεί από την άρνηση.
Το σπέρμα της ιερότητας πέθανε απ’ το κρύο
κι ο άνθρωπος έγινε υποζύγιο στο άροτρο της επιθυμίας.
Βούληση θανάτου, βούληση πολέμου.
Σάρκες από σάρκες, οστά από οστά δίχως απάντηση.
Της αδελφοσύνης το μαγνάδι χάθηκε μες στη θύελλα
κι άνεμος λήθης νάρκωσε τα γενναία μας μέλη.
Κάτω απ’ το δέντρο έγειρε ο νόθος γιος
και κλαίει γοερά πάνω από ένα βιβλίο ιστορίας.
Πού είναι ο αδελφός μας;
Ήταν μαζί μας εδώ πριν λίγο σαν κλείσαμε τα μάτια
χαμένοι μες στο γλαυκό των ουράνιων αγρών
και ζητούσε η ψυχή μας την ομορφιά
που δεν μπορεί για τίποτα να εγγυηθεί.
Πού είναι ο αδελφός σου, γιε μου;
Πώς μπόρεσες να τον πουλήσεις
για μια ομορφιά παρθένα κ’ εφηβική;
Η΄
ΝΕΑΡΗ ΑΙΧΜΑΛΩΤΗ
Νεαρή
μου αιχμάλωτη, μικρή γλυκοφιλούσα
τ’ όστρακο του σώματός σου τραγουδά τον άλλο εαυτό
μια ψυχή που πεθαίνει στην αγκαλιά του χειμώνα
ρημαγμένη απ’ τη βοή και τον ίλιγγο των αισθήσεων
σαν ρόδο που το μάδησε ο πόλεμος.
Σκύβω πάνω απ’ το κορμί σου
κ’ οι ρώγες σου απόρθητες με αρνούνται
απόρθητες σαν των μαργαριταριών τη νιότη.
Είναι το δέρμα σου ένας φθινοπωρινός αγρός
με τον γινωμένο καρπό της μελαγχολίας
κι ο λαιμός σου η ανάμνηση
της ραγισμένης μου γύμνιας.
Οι γλουτοί σου σαν τριαντάφυλλα νεαρά
υγροί απ’ τη πρωινή δροσιά της θνητότητάς σου
και το βλέμμα σου χάνεται
σαν όμηρος των γαλάζιων σκέψεων.
Νεαρή μου αιχμάλωτη, μικρή γλυκοφιλούσα
τα χείλη σου έκλεψαν τη σιωπή των πηγών
τα χείλη σου έκλεψαν την ηχώ του ονόματός μου.
ΠΑΙΔΙΚΗ ΗΛΙΚΙΑ
Ενώ αντιδονούσε το άντρο από τη γύμνια μου
ετοιμάστηκα για να θερίσω τα ουράνια στάχια.
Με το πουκάμισο του φλοίσβου ντύθηκα
εγώ ο νόστος κ’ η πατρίδα
η γαλήνη εγώ
κι ο άρτος της νοσταλγίας.
Φίλε ηλιοειδή κ’ ελεύθερε
ακούω τον δισταγμό σου πάνω στη χλόη
ακούω τ’ όνειρό σου καθώς στάζει από τα φύλλα.
Και λέω «έρωτας»
και δίνω στα πράγματα κίνηση και νόμο.
Και λέω «έρωτας»
κι αναστενάζει σαν πλύστρα μελαγχολική ο χρόνος.
Και λέω «έρωτας»
κι όλα μου απαντούν στη λαλιά του Θεού.
~ Αλέξανδρος Πλατανιώτης, Άνθη που σκάλισε ο ουρανός (εκδόσεις Νεφέλη, 2025)
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ
ΠΕΝΤΕ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΗΣ Π. Α. ΣΤΑ ΝΕΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Alexander Pope - Ωδή στη μοναξιά
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Σ. ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΜΑΡΗ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
CARL G. JUNG - ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΙΑ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
ΑΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΙΧΙΑΡ ΤΟΥ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ - ΑΔΩΝΙΣ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
Α. ΑΡΤΩ - ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΟΛΑΣΗΣ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΡΚΟΠΟΥΛΟΣ - ΠΟΙΗΜΑΤΑ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές
PAUL VERLAINE - ΠΟΙΗΜΑΤΑ
- Λήψη συνδέσμου
- X
- Ηλεκτρονικό ταχυδρομείο
- Άλλες εφαρμογές

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου