Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Σ. ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΜΑΡΗ

Édouard Manet,  Olympia , 1863    Μια κάμαρη που μοιάζει μ’ ονειροφαντασιά, μια κάμαρη αληθινά πνευματική , όπου ο στεκάμενος αέρας είναι αχνόθωρα βαμένος ροδογάλανος.    Η ψυχή λούζεται εκεί, μέσα στη ραθυμία, αρωματισμένη με νοσταλγία κι αποθυμιά. – Είναι κατιτί σαν από σούρουπο, γλυκορόδινο κι αχνογάλαζο· όνειρο ηδονής απάνου σε μιαν έκλειψη.    Τα έπιπλα έχουνε σκήματα μακρουλά, αποσταμένα, λαγγεμένα. Τα έπιπλα είναι σα να ονειρεύουνται. Θα τάλεγε κανείς προικισμένα με μια ζωή υπνιασμένη, καθώς το φυτό και τορυχτό. Τα υφάσματα μιλούνε μια γλώσσα βουβή, όπως τα λουλούδια, όπως οι ουρανοί, όπως τα ηλιοβασιλέματα.    Στους τοίχους καμιά καλλιτεχνική αμαρτία. Μπροστά στο απλό τόνειρο, στην ανάλυστη εντύπωση, η ορισμένη τέχνη, η τέχνη η θετική είναι βλαστήμια. Εδώ έχουνε όλα το ανάλογο φως και τη μαγευτικιά σκοτεινάδα της αρμονίας.    Μια μυρουδιά απειροελάχιστη από το πιο εξαίσιο νοτισμένη πολύ αλαφρά με υγρασία, πλέει μέσα σ’ αυτόν τον αέρα, όπου το πνέμα το γλυκαποκοιμίζουν αίστη

ΤΟ ΚΑΚΟ: ΕΝΑ ΔΟΚΙΜΙΟ

 

R. Leinweber, Die Gänsehirtin am Brunnen (1912)


Το Κακό: ένα δοκίμιο

 

Αν το φαρμάκι κι η φωτιά κι η βία και το μαχαίρι
δεν έχουνε τα φανταχτά κεντίδια ακόμα κάνει
στο πρόστυχο της μοίρας μας και άθλιο καμβοπάνι,
είναι που λείπει απ’ την ψυχή το θάρρος – κι απ’ το χέρι.[1]

 

   Τι είναι το Κακό; Αυτό το όνομα που προφέρεται διαφορετικά από κάθε στόμα, που παίρνει αλλιώτικη μορφή μπροστά σε κάθε βλέμμα, ρευστή, σχετική. Κι όμως όλοι -τις περισσότερες φορές με τον μεγαλύτερο ζήλο- είναι έτοιμοι να το αναγνωρίσουν όπου το δουν, να το αποκαλύψουν, να το τιμωρήσουν: εδώ ψηλαφούμε στο χώμα τα ίχνη μιας άλλης έννοιας, άρρηκτα δεμένης με το Κακό, της οποίας η σχετικότητα είναι πραγματικό γνώρισμα, καθώς όντας όλοι προσηλωμένοι πάνω στο Κακό (μην τύχει και διαφύγει), αντικρίζουν πάνω του σαν καθρέφτισμα τη ρευστότητα, όταν αυτή ανήκει στον καθρέφτη· τον Νόμο. Κι εδώ είμαστε υποχρεωμένοι να ρωτήσουμε: τι είναι ο Νόμος; Κατά έναν παράδοξο τρόπο, ο Νόμος είναι ένας τόπος και, όπως κάθε τόπος, αλλάζει από το πέρασμα του χρόνου: κομμάτια του διαβρώνονται, νέες μορφές κάνουν την εμφάνισή τους στα εδάφη του, μέρη χάνονται ολοσχερώς, άλλα αναγεννούνται. Για να είμαστε όμως πιο συγκεκριμένοι θα πούμε ότι ο Νόμος είναι ο τόπος εκείνος του οποίου τα σύνορα χαράσσουν οι Άλλοι. Και οι Άλλοι είναι οι διάφορες μορφές που λαμβάνει η Εξουσία: Θρησκεία, Δίκαιο, Ηθική, ή ακόμη και καλά κρυμμένες υποστάσεις, όπως το Όνομα του Πατρός (Ζακ Λακάν), οι ενορμήσεις της ζωής και του θανάτου (Σίγκμουντ Φρόυντ) κ.ά., με λίγα λόγια οι Άλλοι είναι στην πραγματικότητα ο ίδιος μας ο Εαυτός, σαν αυτός να ήταν ένα τεράστιο μωσαϊκό που αποτελείται από αναρίθμητες ψηφίδες.
   Κάπου εδώ αρχίζουμε ήδη να υποψιαζόμαστε τον ορισμό του Κακού. Ας τον ψελλίσουμε λοιπόν: το Κακό είναι οτιδήποτε τοποθετείται έξω από τα σύνορα που χάραξε ο Εαυτός μας. Κι αυτά τα σύνορα υψώθηκαν γύρω μας δίχως να ακούσουμε «ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον[2]», ούτε έστω έναν ψίθυρο αναγγελίας, αλλά σιωπηλά, κάθε φορά που αντιληφθήκαμε την ετερότητα και διαβήκαμε τα όριά της από ανάγκη· την ανάγκη να ενωθούμε με τον άλλον, ενσωματώνοντας ένα μέρος, μεγάλο ή μικρό, της ύπαρξής του, επεκτείνοντας τη σάρκα μας μέχρι να φτάσει τη δική του και να γίνει και δική μας σάρκα, κομμάτι μας: η ψηφίδα. Και ιδού το παράδοξο: όσο απλωνόμαστε προς τον άλλον, τόσο περιορίζεται ο δικός μας χώρος. Τα σύνορα γύρω μας στενεύουν και συνεπώς η μορφή του Κακού γίνεται διαρκώς πιο λεπτομερής, σαν μια θολή φιγούρα που όσο πλησιάζει διακρίνουμε σταδιακά καλύτερα τα χαρακτηριστικά της. Όσο μικραίνουμε (με την πεποίθηση ότι συμβαίνει το αντίθετο), το Κακό μεγαλώνει, στυλώνεται ακέραιο στα πόδια του, σαν τον Κολοσσό. Ένας εξόριστος Κολοσσός που δημιουργήθηκε από ό,τι περίσσευε από εμάς προκειμένου να ενωθούμε με τον άλλον. Ένας άλλος Εαυτός (κατά κάποιον τρόπο το παρελθόν μας, όχι στην κλίμακα του χρόνου των πραγμάτων, αλλά του ψυχικού χρόνου), που στέκεται στην αντίπερα όχθη και διαρκώς μας προσκαλεί κοντά του. Και είναι ακριβώς αυτή η σχέση του ατόμου που στέκεται μπροστά στον καθρέφτη με το αλλοιωμένο είδωλο που του αποκαλύπτει, η οποία καθιστά το Κακό ταυτόχρονα οικείο και ξένο· η οποία από τη μία μας καλεί με ένα αίσθημα νοσταλγίας, απελευθέρωσης, επιστροφής στην πατρίδα, όταν την ίδια στιγμή μάς προκαλεί αποστροφή, τρόμο μπροστά στη βέβαιη απώλεια του άλλου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι ανάμεσα σε αυτό το δίπολο, πάντα θριαμβεύει η ανάγκη: είτε επιλέξεις να παραμείνεις εντός των συνόρων, είτε να προσφύγεις στην άλλη πλευρά, η ανάγκη ορίζει την πράξη σου. Γιατί η ανάγκη θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ο Νόμος του Νόμου, η δύναμη που κυβερνά τον κόσμο. Θυμηθείτε τη λέξη που είχε βρει χαραγμένη ο Βίκτωρ Ουγκώ  σε έναν τοίχο του εσωτερικού της Παναγίας των Παρισίων: ΑΝΑΓΚΗ. Θυμηθείτε τους ήρωες του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, την πορεία του αφηγητή στη Θεία Κωμωδία, τον νόστο του Οδυσσέα. Ακόμα καλύτερα στραφείτε πίσω και κοιτάξτε κάθε σας πράξη στα μάτια: θα δείτε στο βλέμμα τους χαραγμένη με διάπυρα γράμματα την ίδια λέξη που ανακάλυψε ο Ουγκώ μέσα στο σκοτάδι.
   Αν θέλουμε όμως να γνωρίσουμε πραγματικά το Κακό, θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι είναι αυτό που τοποθετείται στους αντίποδες της γεωγραφίας του: το Καλό. Εδώ θα βιαστούμε, θα δώσουμε πρώτα έναν ορισμό και ύστερα θα επιχειρήσουμε να τον επιβεβαιώσουμε: το Καλό είναι ό,τι δεν εξημερώθηκε από το Κακό. Ας ταξιδέψουμε χιλιάδες χρόνια πίσω όταν το στόμα που σήμερα ταυτίζεται για αρκετούς με το απόλυτο Καλό έλεγε:

34. Μὴ νομίσητε ὅτι ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην ἐπὶ τὴν γῆν· οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλὰ μάχαιραν.
35.
 Ἦλθον γὰρ διχάσαι ἄνθρωπον κατὰ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ καὶ θυγατέρα κατὰ τῆς μητρὸς αὐτῆς καὶ νύμφην κατὰ τῆς πενθερᾶς αὐτῆς·
36. καὶ
 ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ
.[3]

Όταν ο Ιησούς περπατούσε με σάρκα και οστά ανάμεσα στους ανθρώπους, το μόνο που δεν είχε φτάσει ακόμη να είναι στα μάτια τους ήταν το απόλυτο Καλό: αντιθέτως ήταν το Κακό και μάλιστα το απόλυτο Κακό, δηλαδή ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τον Νόμο. Γιατί ζητούσε να κόψει (μάχαιραν) τα δεσμά του ανθρώπου, να τον απελευθερώσει από τον Νόμο. Με βάση όμως τα όσα είπαμε παραπάνω, η απελευθέρωση από τον Νόμο είναι μια μοναχική διάβαση των συνόρων, συνεπάγεται δηλαδή την απώλεια του άλλου· ακόμα χειρότερα τον στιγματισμό του ατόμου ως επικίνδυνο, ως εχθρό της ακεραιότητας του άλλου (καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ), καθώς ο άλλος συνεχίζει να διαμένει πίσω από τα τείχη του κάστρου του Νόμου, συνεχίζει να εξαρτάται η επιβίωσή του από τον Νόμο, τον οποίο συνεπώς πρέπει (ανάγκη) να προστατέψει. Εδώ λοιπόν, μέσα στη μεταφορά του κάστρου του Νόμου, σχηματίζεται μια γκρίζα ζώνη: κάποιοι από αυτούς που βγαίνουν έξω από τα τείχη, σταματάνε γιατί αποφασίζουν ότι εξαρτώνται ακόμη από το κάστρο του Νόμου, σαν τα χωράφια που καλλιεργούνταν έξω από τα τείχη. Δεν ανήκουν στον Νόμο πλέον, αλλά ούτε έχουν αποδεσμευτεί από αυτόν. Κατά κάποιον τρόπο, ο ένας παρασιτεί στον άλλον, διασφαλίζοντας και οι δύο έτσι την επιβίωσή τους, υπακούοντας στην ανάγκη. Για να αποσαφηνίσουμε τη μεταφορά που χρησιμοποιήσαμε, θα πούμε ότι τα «χωράφια έξω από τα τείχη» είναι το Κακό· και ότι κατά κάποιον τρόπο Νόμος και Κακό χρειάζονται ο ένας τον άλλον, καθώς η ύπαρξη του ενός είναι αναγκαία για την ύπαρξη του άλλου: δεν υπάρχει λόγος να χτίσεις τείχη αν δεν υπάρχει εχθρός, και δεν γίνεσαι εχθρός αν δεν υπάρχουν τείχη. Έτσι το Κακό ζει σαν ένα εξημερωμένο ζώο: διατηρεί τα άγρια χαρακτηριστικά του, ταυτόχρονα όμως είναι χρήσιμο, προσφέρει.
   Επιστρέφουμε λοιπόν στον ορισμό που δώσαμε προηγουμένως:
το Καλό είναι ό,τι δεν εξημερώθηκε από το Κακό. Κάποιοι από αυτούς που εξέρχονται από τα τείχη του Νόμου δεν σταματούν την πορεία τους. Απομακρύνονται τόσο πολύ, μέχρι που τα δεσμά σπάνε, δηλαδή απελευθερώνονται. Δεν είναι πλέον χρήσιμοι στον Νόμο, αντιθέτως αυτός τους θεωρεί άγριους, ανεξημέρωτους, καθώς όχι μόνο δεν τους κρίνει πλέον χρήσιμους, αλλά γνωρίζει ότι η ύπαρξή τους υπονομεύει τη δική του, ότι τον αναιρεί, σαν να μην υπήρξε ποτέ: δεν τον καθιστά δηλαδή απλώς ένα παρελθόν, αλλά τον γκρεμίζει μες στο πηγάδι της λήθης, και διαγράφοντας το όνομά του τον βαφτίζει Κανένα. Θυμηθείτε ότι ανάμεσα στον Βαραββά και τον Ιησού, οι Άλλοι (όπως τους προσδιορίσαμε παραπάνω) επιλέγουν[4] τον Βαραββά. Για αυτούς ο Ιησούς αποτελεί το απόλυτο Κακό, ή καλύτερα το ανεξημέρωτο Κακό· γιατί η ύπαρξή του καταλύει τον Νόμο. Έτσι προκύπτει ένας συντομότερος ορισμός για το Καλό: Καλό είναι το ανεξημέρωτο Κακό.
   Στο σημείο αυτό θα θέλαμε να θυμίσουμε στον αναγνώστη την πορεία του αφηγητή στη Θεία Κωμωδία: το μακρύ ταξίδι ξεκινάει από την Κόλαση, ύστερα περνάει μέσα από το Καθαρτήριο και καταλήγει στον Παράδεισο. Ο αφηγητής όμως δεν τιμωρείται στην Κόλαση. Τη διαβαίνει με καθοδηγητή τη συμβολική μορφή του ποιητή Βιργίλιου, ο οποίος τον συνοδεύει έως το τέλος του Καθαρτηρίου, όπου του λέει ότι δεν μπορεί να πάει παραπέρα. Αν ο Βιργίλιος (μέσα από τους στίχους του) συμβολίζει στη Θεία Κωμωδία τη γνώση, την ομορφιά και την αρετή, με αυτές τις ιδιότητες οδηγεί τον αφηγητή πρώτα μέσα από την Κόλαση, όχι για να τιμωρηθεί, αλλά γιατί είναι αναγκαίο να τη διαβεί για να φτάσει στον Παράδεισο. Ακριβώς επειδή το Καλό βρίσκεται στις εσχατιές του Κακού, εκεί όπου το Κακό, ακόμη δεσμευμένο από τον Νόμο, δεν μπορεί να ταξιδέψει· το Καλό λοιπόν υπάρχει όχι ως αντίποδας του Κακού, αλλά ως κατάληξη.  
   Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Βιργίλιος δεν εισέρχεται στον Παράδεισο. Πέρα από το γραφειοκρατικά προφανές, ότι δηλαδή δεν είχε ασπαστεί τον χριστιανισμό (ο οποίος στο έργο του Δάντη ταυτίζεται με το Καλό), από τον Βιργίλιο λείπει και κάτι ακόμη: η γνώση, η ομορφιά και η αρετή που διαθέτει, δεν αρκούν· του λείπει η πίστη: το κλειδί που λύνει τις χειροπέδες όλων όσοι μένουν δέσμιοι στον Νόμο, είτε μέσα είτε έξω από τα τείχη του. Που καθιστά ελεύθερο το Καλό ακόμη και μπροστά στην παντοδυναμία της ανάγκης. Γιατί αν κοιτάξουμε παραπάνω (και μέσα μας) θα δούμε ότι δίπλα στη λέξη ανάγκη υπάρχει (ή υπονοείται) η επιβίωση, μια λέξη που χρησιμεύει ως άντρο, ως κρυψώνα για τον θάνατο. Ο θάνατος όμως (τουλάχιστον από όσο γνωρίζουμε) έχει εξουσία μόνο σε ό,τι υπάρχει. Και η πίστη οδηγεί θεληματικά το Καλό σε εκείνον τον τόπο που αποφεύγει με κάθε τρόπο τρομοκρατημένος ο Νόμος (και το Κακό): την ανυπαρξία, τον κανένα. Αλλά η ανυπαρξία δεν είναι παρά το τρομακτικό για τους πολλούς ψευδώνυμο της Αγάπης: το Εγώ παύει με τη θέλησή του να υπάρχει (απουσιάζει), για να υπάρχει το Εσύ. Σε αυτόν τον τόπο, την Αγάπη ως Απουσία, κανένας νόμος δεν έχει εξουσία. Κι ο θάνατος υποχωρεί γοητευμένος.

Κλείνοντας, θα θέλαμε να μνημονεύσουμε τα λόγια του Αντόνιο Πόρτσια: Το ανήμερο του ανθρώπου, δεν είναι το κακό που υπάρχει σε αυτόν: είναι το καλό[5]


Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ

 



[1] Σαρλ Μπωντλαίρ, Τα Άνθη του Κακού, Αθήνα, Γράμματα, 2013 (μετάφραση Γιώργη Σημηριώτη), σελ. 13 (ποίημα «Στον αναγνώστη»)

[2] Κωνσταντίνος Π. Καβάφης, Ποιήματα 1896-1933, Αθήνα, Χρυσ. Γ. Κανελλοπούλου, 1990, σελ. 27 (ποίημα «Τείχη»)

[3] (Ματθαίος 10, 34-36)

[4] Η χρήση ενεστώτα στο ρ. επιλέγω είναι σκόπιμη: έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι και σήμερα θα γινόταν η ίδια επιλογή.

[5] Αντόνιο Πόρτσια, Φωνές, Αθήνα, Bibliothèque, 2020, (μετάφραση Βασίλη Λαλιώτη), σελ. 30 

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ