Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Σ. ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΜΑΡΗ

Édouard Manet,  Olympia , 1863    Μια κάμαρη που μοιάζει μ’ ονειροφαντασιά, μια κάμαρη αληθινά πνευματική , όπου ο στεκάμενος αέρας είναι αχνόθωρα βαμένος ροδογάλανος.    Η ψυχή λούζεται εκεί, μέσα στη ραθυμία, αρωματισμένη με νοσταλγία κι αποθυμιά. – Είναι κατιτί σαν από σούρουπο, γλυκορόδινο κι αχνογάλαζο· όνειρο ηδονής απάνου σε μιαν έκλειψη.    Τα έπιπλα έχουνε σκήματα μακρουλά, αποσταμένα, λαγγεμένα. Τα έπιπλα είναι σα να ονειρεύουνται. Θα τάλεγε κανείς προικισμένα με μια ζωή υπνιασμένη, καθώς το φυτό και τορυχτό. Τα υφάσματα μιλούνε μια γλώσσα βουβή, όπως τα λουλούδια, όπως οι ουρανοί, όπως τα ηλιοβασιλέματα.    Στους τοίχους καμιά καλλιτεχνική αμαρτία. Μπροστά στο απλό τόνειρο, στην ανάλυστη εντύπωση, η ορισμένη τέχνη, η τέχνη η θετική είναι βλαστήμια. Εδώ έχουνε όλα το ανάλογο φως και τη μαγευτικιά σκοτεινάδα της αρμονίας.    Μια μυρουδιά απειροελάχιστη από το πιο εξαίσιο νοτισμένη πολύ αλαφρά με υγρασία, πλέει μέσα σ’ αυτόν τον αέρα, όπου το πνέμα το γλυκαποκοιμίζουν αίστη

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ ΒΟΛΚΩΦ

 

«Ποίηση που μου αύξησες τη φτώχεια
που μου πολλαπλασίασες τη μοναξιά
να ’ξερες πόσο φως μού έχεις κοστίσει
αφού στο μαύρο μόνο
καταδέχεσαι να ανθείς»
(από το ποίημα 
«Χωρίς τίτλο» του Θεοδόση Βολκώφ)


Αν και συνηθίζεται τ’ αφιερώματα να τα συνοδεύει κάποιο κείμενο που επιδιώκει να πλαισιώσει το έργο του τιμώμενου ποιητή, αρνούμαστε κατηγορηματικά να πλέξουμε ένα τέτοιο στεφάνι, έναν ορισμό που μόνο θα φυλάκιζε την άγρια ελευθερία αυτών των ποιημάτων, αλλά και ολόκληρου του έργου του Θεοδόση Βολκώφ· ένα στεφάνι το οποίο μάλιστα θα ήταν πολύ χαλαρό μπροστά στην πειθαρχία (πότε πέτρινη, πότε υδάτινη) που δένει την ποίησή του. Αρκούμαστε σε μια εξομολόγηση: πολλά δάκρυα και πολύ αίμα χύθηκαν πάνω στο έργο του Βολκώφ. Αλλά και ζωή, ζωή διάφανη και καθάρια ανάβλυσε από τα ποιήματα του Θ.Β. όταν είχαμε τη μεγαλύτερη ανάγκη. Και η ποίηση, όποτε καταφέρνει ν’ ανταποκριθεί στην ανάγκη, είναι σπουδαία ποίηση. Ευχόμαστε λοιπόν ολόψυχα αυτό το μικρό αφιέρωμα ν’ αποτελέσει αφορμή για κάποιον που δε γνωρίζει το έργο του Θεοδόση Βολκώφ, για να το αναζητήσει και μέσα του να βρει ό,τι θα χορτάσει τη δική του ανάγκη, όταν τίποτε άλλο δε θα μπορεί να την κοιμίσει.  


ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΔΟΣΗ ΒΟΛΚΩΦ



ΣΑΡΔΑΝΑΠΑΛΟΣ

Εγώ που τρόμαζα την πάσα γη
και που διαφέντευα μυριάδες τόπους,
ο κοσμοξάκουστος μες στους ανθρώπους,
που κάθε λέξη μου ήταν διαταγή,

πώς με κυκλώνει τώρα η σιγή,
το ξίφος μου πώς πέφτει από το χέρι
και στον αυχένα νιώθω το μαχαίρι
που το μηδέν τροχίζει και με σβει

Με τους στερνούς, αδύναμούς της χτύπους
όλα η καρδιά μου τ αποχαιρετά,
τις οδαλίσκες μου, τους άγριους ίππους,

που δίχως μου δεν θα ναι άλλο πια
Και τούτο ακόμη το καλό μου ασλάνι
Ό,τι αγάπησα μαζί μου θα πεθάνει.



MICROTRACTATUS

O Λόγος που απ τη Σάρκα σου δονείται
την Ομορφιά να εξεικονίσει αποτυγχάνει.
Απόψε κάτι άστραψε κι εφάνη

εκείνο που ποτέ δεν εξηγείται
μα ερμητικό τον εαυτό του αρνείται
βορά της όποιας γνώσης μας να κάνει.

Ο Λόγος που τη Σάρκα σου αφηγείται
κι ενίοτε το Σώμα παριστάνει
γνωρίζει πως στο ελάχιστο αρκείται

αφού ως Σώμα πρέπει πρώτα να πεθάνει.

***

Όσοι εξ υμών τον Λόγο διακονείτε
στου δόλου του πιασμένοι το δοκάνι
και για να παραστήσετε σχεδόν δεν ζείτε

πλεγμένοι στης εκφράσεως την πλεκτάνη
ενώπιον των σωμάτων διαπορείτε.
Κι αν διά του Λόγου εσείς φιλοδοξείτε

να λυτρωθείτε απ των σωμάτων το χαρμάνι
και ως Λόγοι κραταιοί ν αναστηθείτε
τους Λόγους των νεκρών ας θυμηθείτε.

Εδώ κι ο νικητής τα πάντα χάνει.
Ό,τι προσθέτει ως Λόγο τού αφαιρείται.
Το νήμα απ την αρχή ο καθένας πιάνει.

Η Ομορφιά ποτέ δεν εξαντλείται
κι ό,τι εγράφη ή θα γραφτεί δεν φτάνει.
Με κάθε ποίημα ήττα ομολογείται

μέχρι ο Κόσμος ή ο Λόγος να πεθάνει.


 

 ΓΥΜΝΗ ΙΙ


Ε.Μ.
14/02/10


Θέλω να μου γδυθείς και να κοιτάζω –
σχεδόν ψυχρά, σκληρά τη στέρεη φλόγα,
την τρομερή σου εκδίπλωση να ορίζω, να σπουδάζω
το εφήβαιο, τους γλουτούς, το στήθος σου, τη ρώγα…

Στο ίδιο, Νύχτα μου, το φως σου να διαβάζω
το Έπος του κορμιού σου που ανατέλλει
κι από τη γύμνια λαβωμένος να σφαδάζω
και οι καμπύλες σου αιχμές και δόρατα – ή βέλη.

Γυμνή μες στις γυμνές μου λέξεις να σε βάζω
και νά ’
ναι η σάρκα σου τις λέξεις μου που τρέφει
και πιο γυμνή κι από γυμνή να σε απεικάζω
και με φωτιά τη φλόγα ο στίχος να επιστέφει.



ΚΟΠΕΡΝΙΚΟΣ

Η αστρολογία θρέφει

τη μητέρα αυτής αστρονομία’’

N. Copernicus

 

Τις μέρες μπαινοβγαίνει στις αυλές,

με κόμητες και δούκες λόγια αλλάζει,

σε υποκλίσεις αναλύεται πολλές

και τα ωροσκόπιά τους ετοιμάζει.

Προβλέψεις κάνει για σοδειές καλές,

των αφεντών τις δόξες προδικάζει,

τα χρόνια των κυράδων μεραστές

Τα ψέματα σωρό πώς αραδιάζει

 

Τις νύχτες όμως μάλλο βλέμμα, ευθύ

κι ατρόμητο, κοιτάζει προς ταστέρια

κι από τη θέση της κινεί τη Γη

λες κι έχει ο νους του και μοχλούς και χέρια.

 

Τούτος ο κάλπης, ο αναίσχυντος λακές,

ο ευπειθέστατος υπήκοος του δουκάτου,

των ήλιων που εξετάζει τις τροχιές,

τα σύμπαντα θα φέρει πάνω κάτου.

 

Πιάνει και γράφει την αθάνατη γραφή:

De revolutionibus… (λαμπρό παιδί

του ερωτευμένου μυστικού καμάτου)

και η τρισένδοξη του κόσμου αντιστροφή

θα πάρει μια για πάντα τόνομά του.

 

 

ΣΑΝ ΤΟΝ ΛΥΚΟ

Μνήμη  Miguel  Hernandez

Σαν τον Λύκο να διψάω πάντα το αίμα

κι απτα στήθη σου που γδέρνω να το πίνω·

σαν τον Λύκο εσύ να μέχεις και στο βλέμμα

σαν τη Λύκαινα να σέχω. Και να σβήνω

 

σαν τον Λύκο από τον κόσμο ό,τι δεν είσαι,

να σπαράζω κι ό,τι εχθρεύεται εσένα

και σε μένα, σαν τον Λύκο, εσύ ναρκείσαι,

σαν τον Λύκο, σαν τη Λύκαίδια γέννα.

 

Σαν τον Λύκο μες στον νου σου να γρυλίζω

κι όταν πλάι μου δεν σέχω να ουρλιάζω

σαν τον Λύκο. Να με ορίζεις, να σε ορίζω

 

και στα πόδια σου σφαγμένος να σφαδάζω.

Και πεθαίνοντας να ζω. Να σου ανήκω,

να μου είσαι, να σου είμαι σαν τον Λύκο.



Ο ΠΡΙΑΠΟΣ

Πιο σκοτεινή απτα σκοτεινά η απλή, τραχιά μου Φύση·

φαλλός ετοιμοπόλεμος και όρχεις ογκηροί·

από τη δύση ώς την αυγή κι απτην αυγή ώς τη δύση

είμαι αυτόο Πρίαποςστύση παντοτινή.

 

Στον κόσμο τον ανέραστο που χρόνια έχουν χτίσει

οι Καίσαρες κι οι Πραίτωρες και οι Μικροί Καιροί

είμαι η παραμόνιμη ροή μαζί και η βρύση

απόπου ρέουν άπαυτα τού Έρωτα οι χυμοί.

 

Αδέρφια μου στον Έρωτα, θα σας τομολογήσω·

αδέρφια μου, στον Έναν μας Θεό θα τορκιστώ. –

 

Στον κόσμο αυτόν που μούλαχε με σας να κατοικήσω

και με τα τρία πόδια μου γοργός να πορευτώ

και μένα μέτρο αλλιώτικο τον κόσμο να μετρήσω,

 

τίποτα δεν συνάντησα πουφευνα μην μπορώ

απτην αρχέγονη ορμή σκληρός να καβαλήσω

και ξοδεμένος βίαια να το ερωτευτώ.

 


ΚΥ
RΙΕ

Kύριε των πόνων των λυγμών και των θανάτων

των θανάτων και του Θανάτου μου Κύριε

την πίκρα βύθισε βαθιά μέσα στα σπλάχνα

το γέννημα της τρομερής τριβής ψυχής και κόσμου

βαθιά και πιο βαθιά μέσα στα σπλάχνα

να μην εκφύεται θρασεία να μη φτάνει

ώς τον κρατήρα των χειλιών και να βροντά.

 

Μα δώρισέ μου αμόλυντη τη Θλίψη

απίκραντη και ελεύθερη και αγνή

και κάνε μου άπεφθο το μέταλλο του πόνου

και αρραγέςσαν σκοτεινό και άχρονο

στον ήλιο ή στη νύχτα Σου αναλάμπει·

απρόσβλητο απτον στείρο πικρασμό

κι απτις μικρές χαρές κι από τις λύπες.

 

Ενώπιον της Ζωής και του Θανάτου

ας γίνεται η γλώσσα μου σιωπή

η σκέψη μου ας ακινητεί ως πέτρα

ας με αριθμείς με τους νεκρούς αυτού του κόσμου

όμως καθάριο κράτησε το βλέμμα και τον λόγο

και λεοντόθυμο απάκρου εις άκρο το κορμί·

κι η μοναξιά μου ας μην επιτιμά

για τον εαυτό της άνθρωπο κανένα·

στη λέξη δώσε ορίζοντα στην πράξη φλόγα

και αρσενική αρσενική κράτα τη Θλίψη.

 

Να με αφαιρεί ο πόνος μα ναυξάνω

να δείχνομαι πιο λίγος μα να γίνομαι

να είμαι πιο πολύς.

Τη Θλίψη κράτησέ μου αρσενική.

Χωρώντας μέσα της και αντέχοντας τα δυο

και την οργή και τη συμπόνια

μόνον η Θλίψη άοκνη ας δρα

ο σιωπηλός και ακάματος εργάτης

ώστε τον άντρα ο πόνος πιο άντρα να τον κάνει·

και τη μεγάλη μέσα μου αρθρώνοντας

την άγρια κι ανυπότακτη Χαρά

και με το αίμα στο αίμα της γεννώντας

το ύπατο απτα κρύφια Σου και τάδηλα

το νόημα που αυτόν τον κόσμο θάλπει.

 

Κύριε των πόνων των λυγμών και των θανάτων

των θανάτων και του Θανάτου μου Κύριε

των μελλούμενων και του Εσχάτου Ενός

την πίκρα βύθισε βαθιά μέσα στα σπλάχνα

να μην εκφύεται θρασεία να μη φτάνει

ώς τον κρατήρα των χειλιών και να βροντά·

να μη στυφίζει το φιλί ή το τραγούδι.



H ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΘΛΙΜΜΕΝΩΝ ΑΡΣΕΝΙΚΩΝ

 

Πρέπει λοιπόν κι εδώ κάποιος να εγκύψει

και αυτό να εγγραφεί και να ειπωθεί,

του αρσενικού η πλέον μύχια θλίψη

και η πνιγμένη του άντρα οιμωγή.

Στη Γλώσσα πρέπει να ’ρθει όλη η Γη,

να εντυπωθεί στον Λόγο μ’ έναν γρόθο

και στον Ρυθμό με βία να χαραχθεί.

Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.

 

Δεν είναι ο Θεός που έχει εκλείψει,

και ο Θάνατος που σας διεκδικεί,

δεν είναι η Ιστορία που έχει ενσκήψει

και που εκατόμβες πάλι απαιτεί,

μα Εκείνη και η Άλλη και Αυτή,

μορφές και σώματα από χθόνιο δνόφο,

της λάσπης κορυφώσεις εν ζωή.

Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.

 

Και λέω την πάσα αλήθεια δίχως τύψη,

– η Σάρκα είναι αυτό που στιχουργεί –

οι θηλυκές – αυτό σας έχει λείψει

και πάντα θα σας τρώει, αρσενικοί,

εκείνο που κανένας δεν μπορεί

μα που ο καθένας θέλει μες στον ζόφο –

όλες τις θηλυκές να κοιμηθεί.

Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.

 

Η Σάρκα τον εαυτό της ιστορεί –

πώς δέρνεστε και γδέρνεστε απ’ τον πόθο

και πώς το ατσάλι λιώνει απ’ το κερί.

Αρσενικά θλιμμένα μου, σας νιώθω.



ΤRΙSTE


M
νήμη Mihai Eminescu


Στη
θλίψη έλιωσε η φωνή μου δε Σακούω
τώρα είμαι θόρυβος και λόγια και βοή
τώρα είμαι αντίλαλος αυτών που έχω μισήσει
μάτι κενό δράση ανερμάτιστη τυφλή

πρέπει ξανά ξανά στον άνθρωπο να εγκύψεις
ο Λόγος αίμα στο αίμα πάλι ν’ ακουστεί
θανάτωσέ με αν έτσι θέλησες μα πες μου -
εκεί που Εγώ εκεί που Εγώ μαζί μου εσύ.


 

TO ΜΑΥΡΟ ΜΟΥ ΡΟΔΟ


Στην
 Andreea  Stoiciu


Ρόδο μου

Ρόδο μου Μαύρο

Πληγή μου μετά την πληγή

Έρωτά μου μετά τον Έρωτα

Αίμα μου

που ρέεις κι απτο στέρεμα μετά

της θλίψης προσφωνήσειςβλέπειςτώρα επισωρεύω.

 

Ομορφιά μου ανώφελη

στο αγκάθι σου ακόμα προσκολλάσαι

κι είναι πληγές που δεν μπορείς να κλείσεις

μόνο τον πόνο

στον ήδη πόνο να προσθέτεις·

όχι φύλλο όχι πέταλο μίσχος όχι

αγκάθι αγκάθι μόνο

αυτή η πύκνωσή σου.

 

Να σαγγίζω και να ματώνω

να μαγγίζεις και να μαραίνεσαι

να μεγαλώνει η οδύνη κάθε μέρα

η κάθε νύχτα να ριζώνει θύμηση

βαθύτερα όλο

και η στερνή καταφυγή να μην υπάρχει

το φταίω το φταις λυτρωτικό

η κατηγόρια του ένα για τον άλλο.

 

Ρόδο μου

Ρόδο μου Μαύρο

Πληγή μου μετά την πληγή

Έρωτά μου μετά τον Έρωτα

Αίμα μου

που ρέεις κι απτο στέρεμα μετά

της θλίψης προσφωνήσεις τώρα επισωρεύω

να σε καλώ

να σε καλώ

κι εσύ να γυρίζεις

όχι.



Ο Θεοδόσης Βολκώφ γεννήθηκε το 1980 στην Αθήνα. Κατάγεται από την Κω. Έργα του: Τα τραγούδια της ψυχής και της κόρης (Γαβριηλίδης, 2004), Γιουβενάλης (Παρισιάνου Α.Ε., 2012), Missa Brevis (Παρισιάνου Α.Ε., 2012), Ο Pietro Aretino εν έτει 2013 (Παρισιάνου Α.Ε., 2013), Sexus (Γαβριηλίδης, 2015), Σονέτα (Γαβριηλίδης, 2016), Ο ποιητής Δημήτρης Ε. Σολδάτος (Παρισιάνου Α.Ε., 2018), Versus (Παρισιάνου Α.Ε., 2019). Περισσότερα εδώ.  


(επιμέλεια: Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ)

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ