Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Σ. ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΜΑΡΗ

Édouard Manet,  Olympia , 1863    Μια κάμαρη που μοιάζει μ’ ονειροφαντασιά, μια κάμαρη αληθινά πνευματική , όπου ο στεκάμενος αέρας είναι αχνόθωρα βαμένος ροδογάλανος.    Η ψυχή λούζεται εκεί, μέσα στη ραθυμία, αρωματισμένη με νοσταλγία κι αποθυμιά. – Είναι κατιτί σαν από σούρουπο, γλυκορόδινο κι αχνογάλαζο· όνειρο ηδονής απάνου σε μιαν έκλειψη.    Τα έπιπλα έχουνε σκήματα μακρουλά, αποσταμένα, λαγγεμένα. Τα έπιπλα είναι σα να ονειρεύουνται. Θα τάλεγε κανείς προικισμένα με μια ζωή υπνιασμένη, καθώς το φυτό και τορυχτό. Τα υφάσματα μιλούνε μια γλώσσα βουβή, όπως τα λουλούδια, όπως οι ουρανοί, όπως τα ηλιοβασιλέματα.    Στους τοίχους καμιά καλλιτεχνική αμαρτία. Μπροστά στο απλό τόνειρο, στην ανάλυστη εντύπωση, η ορισμένη τέχνη, η τέχνη η θετική είναι βλαστήμια. Εδώ έχουνε όλα το ανάλογο φως και τη μαγευτικιά σκοτεινάδα της αρμονίας.    Μια μυρουδιά απειροελάχιστη από το πιο εξαίσιο νοτισμένη πολύ αλαφρά με υγρασία, πλέει μέσα σ’ αυτόν τον αέρα, όπου το πνέμα το γλυκαποκοιμίζουν αίστη

"ΤΟ ΣΙΝΙΑΛΟ ΤΟΥ ΜΟΧΘΗΡΟΥ" (ΡΩΜΗ, 2023)

Odilon Redon, To Edgar Poe (On the Horizon the Angel of Certainty, and in the Dark Sky, an Interrogating Look), 1882

 

2


Έχω τοποθετήσει στο κεφάλι ενός κοριτσιού τον κήπο κάθε επιθυμίας. Το φθινόπωρο, όταν το απόγευμα ο ήλιος εισέρχεται στο δωμάτιο μέσα από τα πλατιά χρυσά φύλλα του δέντρου απέναντι, εκείνη κάθεται κάτω απ’ το παράθυρο για να βλέπω τον κήπο μου να φλέγεται. Είναι μια αμοιβαία συμφωνία που έγινε στη σιωπή, γιατί κατάλαβε ότι εκείνες τις στιγμές είμαι ελεύθερος, ευτυχισμένος, καθώς στέκομαι απέναντι απ’ την πυρπόληση του κεφαλιού της όπως το φεγγάρι μπροστά απ’ τον ήλιο κατά την έκλειψη. Τα χρυσά της μαλλιά εκείνη την ώρα είναι η αιώνια ηλικία μου.


4


Ένα απ’ τα κορίτσια έκοψε τον φαλλό μου κι επιδεικτικά τον έφερε στην τραπεζαρία λέγοντας στις άλλες αυτό είναι το ηλιοβασίλεμα. Έκτοτε κάθε μέρα ανέβαιναν στον λόφο δίπλα στο σπίτι κι ευνούχιζαν τον ουρανό: μαγεμένοι κοιτούσαμε την υπέρλαμπρη μοχθηρία τους να δύει. Αυτός ο λόφος έγινε το σκαμπό με το οποίο φτάναμε τα ουράνια ντουλάπια, που ήταν γεμάτα με τα μυστικά των θεών, τα οποία τα τρώγαμε λαίμαργα. Τα βράδια λοιπόν, με τις κοιλιές γεμάτες γνώση, ξαπλώναμε στο χορτάρι και αγκαλιαζόμασταν, τόσο σφιχτά που οι πτυχές που σχημάτιζαν τα ρούχα μας έμοιαζαν με αστερισμούς, χιλιάδες αστέρια που κάλυπταν τα σώματά μας με μια νέα σάρκα, σχεδόν βρεφική. Κι αυτές τις στιγμές νιώθαμε για πρώτη φορά να γεννιόμαστε, αποκυήματα ενός γαλαξία που έδενε με το γαλακτερό του φως τα μέλη μας, πράττοντας ασυνείδητα, σπασμωδικά, καθώς μας έντυναν τα φωτεινά ρούχα απ’ το βεστιάριο των θεών.


13


Ένας επιτάφιος από φως έμπαινε στ’ ορφανοτροφείο κ’ ήταν νύχτα. Μια λευκή μελωδία, σεβάσμια μα ηδονική, είχε κλειδώσει τον ορίζοντα σ’ ένα δωμάτιο. Ο θάνατος φίλησε τη λευκή μελωδία στο στόμα. Αυτό το στόμα είναι η μητέρα μας κι εμείς είμαστε η σιωπή που ακολούθησε.


14


Κάτω απ’ τον εσταυρωμένο ήλιο μαστίγωνα τις μέρες στο υποστατικό του χρόνου. Και ο πατέρας επέβλεπε τον κολασμό. Στη σκιά του δέντρου κοιμόταν ένας θεός πολύ αδύναμος για να με σταματήσει. Κι απ’ το αλειμμένο με μύρα κορμί του ήλιου έρρεε το τραγούδι των παιδιών.


17


Εκείνη έπαιζε στο πιάνο τις πρώτες λέξεις του ήλιου, ενώ η φωνή της οδοιπορούσε πάμφτωχη έξω απ’ το παράθυρο, μόνη σαν τη δύση. Κι όσο έπαιζε, εγώ αγκάλιαζα τα πόδια της σαν όρκος, ίδιος με κοιμητήριο κάτω από ένα φεγγάρι ασυγχώρητο.


23


Απέναντι ο ένας απ’ τον άλλον, ο ένας μέσα στον άλλον, σαν εκκλησίες τα σώματά μας κτισμένες απ’ τα λάφυρα ενός πολέμου, βιβλικοί όπως το χαμόγελο, διάστικτοι από πλούσιες πόλεις, ατενίσαμε κάθε εκτέλεση δίχως φόβο. Βέβαιοι ότι το βίαιο τέλος μας θα γινόταν τραγούδι παιδικό.


26


Σαν αστρικά παρεκκλήσια στον νυχτερινό θόλο της σκέψης μου ριζώνουν οι εποχές της τρέλας. Κάτω απ’ το φόρεμά μου κρύβονται έντρομοι οι καιροί. Όταν ήμουνα μικρή αρραβωνιάστηκα τον ωκεανό κι απ’ τη φριχτή μου μήτρα γεννήθηκαν οι εφηβείες. Μέσα στις καλαμιές με τα σκέλια ανοιχτά δόθηκα στο έγκλημα. Κι ο ορυμαγδός της ηδονής μας γκρέμισε τα τείχη τ’ ουρανού.


35


Έχρισα βασιλείς αυτά τα παιδιά δίπλα στο νεκροκρέβατο της μέρας και το σπίτι γέμισε γέλια, φασαρία και καβγά. Ντυμένα άστρα μαγειρεύουν στην κατσαρόλα τα σπλάχνα μου: είμαι ο χρόνος. Ντυμένα λιποταξίες κοιμούνται ηδονικά στο δάσος: είμαι η κανίβαλος μάγισσα. Όταν υπάρχουν, εγώ κρύβομαι στην ντουλάπα.


Αλέξανδρος Σάντο Τιχομίρ, Το σινιάλο του μοχθηρού, Θεσσαλονίκη, εκδόσεις Ρώμη, 2023


Πρώτη δημοσίευση στο diastixo.gr

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ