Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Α. Σ. ΤΙΧΟΜΙΡ - ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

  Malcolm Liepke, Couple in Bed , 2017 ΕΝΑ ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΟ   Έσβηνες τα τσιγάρα πάνω σε μια τσαλακωμένη άνοιξη κι άλλους υπαινιγμούς.   Εκείνος με πρόφτασε κι ας έβρεχε είπε ότι ανακατεύεις τα μαλλιά κάθε ανήλικου εργάτη.   Μεταποιημένοι βόγγοι  –      σας ακούω από τον τοίχο και σκέφτομαι: «αυτή η γαμιόλα είναι πιο επικίνδυνη κι απ’ την πιο ωραία πόρνη. Γιατί υπαινίσσεται».   ΚΟΥΦΑΡΙ – ΣΤΟΠ – ΑΙΤΙΑ – ΣΤΟΠ   Ένα σκίρτημα ηλιθιότητας στα χείλη και το βλέμμα: έτσι φεύγουν. Κοντοστέκονται, όμως, κι οσμίζονται όπως άλλοτε στους φανταρίστικους καμπινέδες προσπαθώντας – ελαφρώς συγκινημένοι – να γευτούν τη μοίρα τους δίχως να ξεράσουν. *** ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ ΣΤΟ ΠΑΡΚΑΚΙ   Έμοιαζαν με άθλια οικογενειακή και χριστουγεννιάτικη φωτογραφία.   Ο ένας κοιμόταν και στην άκρη των χειλιών του στέγνωνε ξερή και κομματιασμένη η γεύση απ’ τις μαμαδίστικες ρώγες.   Ο άλλος λικνιζόταν μαζί με το βρόμικο αεράκι ένας λησμονημένος σταχτο

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ - 4 ΠΟΙΗΜΑΤΑ

Marc Chagall, Bella


Οι αμυγδαλιές

Έκθαμβο σπίτι άσπρο και κόκκινο
σε ποιο δωμάτιο ν’ ανθίσαν οι αμυγδαλιές σου
εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές
στην κόκκινη και τη δυστυχισμένη
στην τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι
η αναπνοή σου θάμπωνε τα όνειρά μου
πάνω στα τζάμια σου τρεμόσβηνε μια θάλασσα
κήποι κρυφά χρυσάνθεμα μέσα στην έκστασή σου
που έτρεχα ματωμένος και κυνηγός

Ένα μεγάλο δίχτυ περνούσε σύρριζα
πάνω από το κεφάλι μου
η δυστυχία είχε δόντια σιδερένια
ο ήλιος φύτευε στους τοίχους κι άλλα περιβόλια
το περιβόλι της μύγας το περιβόλι του χαρταετού
το περιβόλι το μεγάλο της αγάπης
το περιβόλι του μεγάλου πυρετού
που μέσα του ολημέρα γύριζα με το τουφέκι μου
με μια κορδέλα κόκκινη μέσα στο στόμα μου
με μια κορδέλα κόκκινη μέσ’ στα μαλλιά μου
σαν τη γωνιά την τραγική την άσπρη πάνω στο πατάρι
εγώ είχα ζήσει σ’ όλες τις γωνιές
σε ποια λοιπόν ανθίσαν οι αμυγδαλιές σου



Ορυχείο

Σου γράφω γεμάτη τρόμο μέσα από μια στοά
                                                   νυχτερινή
φωτισμένη από μιαν ελάχιστη λάμπα σα δαχτυλίθρα
ένα βαγόνι περνάει από πάνω μου προσεχτικά
ψάχνει τις αποστάσεις του μη με χτυπήσει
εγώ πάλι άλλοτε κάνω πως κοιμάμαι άλλοτε
πως μαντάρω ένα ζευγάρι κάλτσες παλιές
γιατί έχουν όλα γύρω μου παράξενα παλιώσει

Στο σπίτι
χτες
καθώς άνοιξα τη ντουλάπα έσβησε γίνηκε
σκόνη μ’ όλα τα ρούχα της μαζί
τα πιάτα σπάζουν μόλις κανείς τ’ αγγίξει
φοβάμαι κι έχω κρύψει τα πηρούνια και τα
                                             μαχαίρια
τα μαλλιά μου έχουν γίνει κάτι σα στουπί
το στόμα μου άσπρισε και με πονάει
τα χέρια μου είναι πέτρινα
τα πόδια μου είναι ξύλινα
με τριγυρίζουν κλαίγοντας τρία μικρά παιδιά
δεν ξέρω πώς γίνηκε και με φωνάζουν μ ά ν α

Θέλησα να σου γράψω για τις παλιές μας τις χαρές
όμως έχω ξεχάσει να γράφω για πράγματα
                                                χαρούμενα

Να με θυμάσαι



Ο καθρέφτης

                               Στη Νόρα Αναγνωστάκη

Σα γύρισε ο καθρέφτης μου
στον ουρανό
φάνηκε
ένα φεγγάρι μισοφαγωμένο
από τα κόκκινα μυρμήγκια
της φωτιάς
κι ένα κεφάλι πλάι του
να καίει κι αυτό μέσα σε πύρινη
                                     βροχή

να λάμπει το κεφάλι
να φέγγει
καθώς το έπαιρνε το έκανε κάρβουνο
                                            η φωτιά

να ψιθυρίζει:
- Τα δέντρα καίνε φεύγουνε σαν τα μαλλιά
ο άγγελος χάνεται με καψαλισμένα
                                      τα φτερά
κι ο πόνος
σκύλος με σπασμένο πόδι
μένει
μένει


Αρπάγη

Σφίγγει τα σάπια του μαλλιά
βγάζει φτερά
αρχίζει να πετάει το κορίτσι

ουρλιάζει το τηλέφωνο
               στον ουρανό
κομμάτια από άσπρους αγγέλους
κάτω ρίχνει το χιόνι

αρπάζει το κόκκινο
κορίτσι η βροχή
μέσα σε μια βαθιά πληγή
                    το κρύβει στο φεγγάρι

ανοίγει το κορίτσι
αστράφτοντας

σα μαύρο χέρι ψιθυρίζει
τ’ όνομά μου


Πηγή: Μ. Σαχτούρης, Φωνή από την άλλη ακρογιαλιά (επιμέλεια και ανθολόγηση Ζωής Σαμαρά), Αθήνα, Ερμής, 1997

Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ