Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Σ. ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΜΑΡΗ

Édouard Manet,  Olympia , 1863    Μια κάμαρη που μοιάζει μ’ ονειροφαντασιά, μια κάμαρη αληθινά πνευματική , όπου ο στεκάμενος αέρας είναι αχνόθωρα βαμένος ροδογάλανος.    Η ψυχή λούζεται εκεί, μέσα στη ραθυμία, αρωματισμένη με νοσταλγία κι αποθυμιά. – Είναι κατιτί σαν από σούρουπο, γλυκορόδινο κι αχνογάλαζο· όνειρο ηδονής απάνου σε μιαν έκλειψη.    Τα έπιπλα έχουνε σκήματα μακρουλά, αποσταμένα, λαγγεμένα. Τα έπιπλα είναι σα να ονειρεύουνται. Θα τάλεγε κανείς προικισμένα με μια ζωή υπνιασμένη, καθώς το φυτό και τορυχτό. Τα υφάσματα μιλούνε μια γλώσσα βουβή, όπως τα λουλούδια, όπως οι ουρανοί, όπως τα ηλιοβασιλέματα.    Στους τοίχους καμιά καλλιτεχνική αμαρτία. Μπροστά στο απλό τόνειρο, στην ανάλυστη εντύπωση, η ορισμένη τέχνη, η τέχνη η θετική είναι βλαστήμια. Εδώ έχουνε όλα το ανάλογο φως και τη μαγευτικιά σκοτεινάδα της αρμονίας.    Μια μυρουδιά απειροελάχιστη από το πιο εξαίσιο νοτισμένη πολύ αλαφρά με υγρασία, πλέει μέσα σ’ αυτόν τον αέρα, όπου το πνέμα το γλυκαποκοιμίζουν αίστη

ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ ΤΡΑΪΑΝΟΥ




Αφίσα

Μα επί τέλους τι είμαι
Εγώ που έψαυσα ένα χάρτινο πρόσωπο
Στημένο στην αμφιβολία των δρόμων
Στα σταυροδρόμια της σιωπής
Πάνω σε τόσες αφίσες το κοίταξα
Ν’ αλλάζει χρώματα ν’ αλλάζει στάσεις
Να του σχεδιάζουν ματογυάλια
Να του προσθέτουν υπογένεια
Ερυθρά και γλαυκά μάτια
Σκισμένες παρειές και μέτωπα

Αύριο ένα καινούριο πρόσωπο
Στο πρόσωπό μου θα επικολληθεί
Στιλπνό κι ακέραιο μες στη νύχτα
Για να ξυπνήσει και ν’ αντιληφθεί
Πως πάλι έβρεξε πως πάλι πέρασε
Το νύχι το μαχαίρι

Σκισμένες παρειές
Σκισμένα μέτωπα

Πλησίασε τώρα

Πλησίασε τώρα που τα νερά ανεβαίνουν
Πλησίασε τώρα
Η ομίχλη μάς κρύβει απ’ τα περιττά βλέμματα
Κι ο πάγος σκέβρωσε τα τελευταία ίχνη
Των ξένων που πέρασαν
Έτσι κανείς δε θα μας δει
Πρόσωπο με πρόσωπο
Όπως θα με ξεντύνεις
Γυμνόν αλλόφρονα κι ωραίον
Θα μαζέψω όλες τις μέρες
Θα περπατήσω πάλι στα ίδια σπίτια
Θ’ ανασάνω πάλι τη θάλασσα
Και με την τελευταία δύναμη
Θα ξεκρεμάσω απ’ τις μέρες τα σπίτια τη θάλασσα
Όλα μου τα δάκρυα
Όλα μου τα βήματα
Όλες μου τις ανάσες
Θα στα δώσω
Για να υπάρξω

Από το «Η κλεψύδρα με τις στάχτες»

ΙΙΙ.

Τώρα κυλάει τ’ όνομά σου μες απ’ τα χέρια μου
Σκεπασμένο απ’ τον τοίχο το πρόσωπο
Γυρνά την ανάμνηση του προσώπου
Του εδώ και εκεί
Του κάπου αλλού
Σ’ αυτόν το δρόμο ή σ’ εκείνον το δρόμο
Στην πιο βαθιά νύχτα που μούχλιασε μέσα σου
Ανάβοντας μικρές σκουριές φωτός
Ή μες στον κίτρινο προθάλαμο
Σ’ εκείνο το παλιό κλουβί που κρέμεται αντίς για λάμπα
Γεμάτο απ’ τα κόκαλά σου
Κι ένα πουλί ανάμεσό τους να τραγουδά ακόμα


Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ