Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Α. Σ. ΤΙΧΟΜΙΡ - ΤΡΙΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

  Malcolm Liepke, Couple in Bed , 2017 ΕΝΑ ΚΟΥΤΣΟΜΠΟΛΙΟ   Έσβηνες τα τσιγάρα πάνω σε μια τσαλακωμένη άνοιξη κι άλλους υπαινιγμούς.   Εκείνος με πρόφτασε κι ας έβρεχε είπε ότι ανακατεύεις τα μαλλιά κάθε ανήλικου εργάτη.   Μεταποιημένοι βόγγοι  –      σας ακούω από τον τοίχο και σκέφτομαι: «αυτή η γαμιόλα είναι πιο επικίνδυνη κι απ’ την πιο ωραία πόρνη. Γιατί υπαινίσσεται».   ΚΟΥΦΑΡΙ – ΣΤΟΠ – ΑΙΤΙΑ – ΣΤΟΠ   Ένα σκίρτημα ηλιθιότητας στα χείλη και το βλέμμα: έτσι φεύγουν. Κοντοστέκονται, όμως, κι οσμίζονται όπως άλλοτε στους φανταρίστικους καμπινέδες προσπαθώντας – ελαφρώς συγκινημένοι – να γευτούν τη μοίρα τους δίχως να ξεράσουν. *** ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ ΣΤΟ ΠΑΡΚΑΚΙ   Έμοιαζαν με άθλια οικογενειακή και χριστουγεννιάτικη φωτογραφία.   Ο ένας κοιμόταν και στην άκρη των χειλιών του στέγνωνε ξερή και κομματιασμένη η γεύση απ’ τις μαμαδίστικες ρώγες.   Ο άλλος λ...

Δ. Π. Παπαδίτσας, ένα ποίημα από τα Νυχτερινά (1956)

Ο Ορφέας στην πύλη του Άδη, Jones Philip, 1996


Δ. Π. Παπαδίτσας, V. από την ποιητική συλλογή Νυχτερινά (1956)
 
V.

Ποιος απαντάει; ποιος όρθιος μπρος στην πόρτα

Θα χτυπήσει; Κι εμείς από μέσα να μην ακούμε

Να μη βλέπουμε απ’ το ανοιχτό παράθυρο

 

Ανοιχτά παράθυρα δεν υπάρχουν

Τον πιο πολύ καιρό είμαστε κλεισμένοι κάπου

Κι αν υπάρχει αγάπη και τόσα που ομορφαίνουνε τον κόσμο

Είναι γιατί μπορούν να μπουν σ’ ένα σπίτι από τις

        χαραμάδες του

Κι αν ’ρθουν δροσιστικά παρήγορα πλάι στο κορμί μας

 

Η σιωπή μου είναι το ζεστό σου κέλυφος

Ας μπορούσε η φωνή μου να μην είναι το ανάπηρο απ’ τη μοίρα

        παιδί σου

Που σαν απομεσήμερο πυρό σε ρωτάει

Ας μπορούσε σ’ όλη μου τη ζωή να μη σε ρωτώ, θα ’ταν

        καλύτερα

Να σάλευαν μέσα μου εφτά κοπάδια έντομα

Μη βρίσκεις τ’ αυτιά μου και τις κόγχες μου

Θα ’ταν καλύτερα η ψυχή μου γυμνή

Δεμένη σ’ ένα ξύλο να μαστιγώνεται από δήμιους ρωμαλέους

Παρά να ’ναι η φωνή μου παραμορφωμένη

Που σ’ όλη τη ζωή της σε ρωτάει

 

Τι σε ρωτώ όλα τ’ απογεύματα; τι περιμένω ν’ απαντήσουν

Τα δέντρα της νύχτας που και το μεσημέρι είναι σκοτεινά

Φορτωμένα το βαρύ τους φεγγάρι; τις ρίζες όμως τις αγαπώ

Όταν ο ουρανός τις ξεριζώνει κι έχουν στο φως σχήματα

        ανθρώπων

Προσευχομένων ή δολοφονημένων ή ζώων που τα ’κοψε το

        τραίνο

Τις αγαπώ τις ρίζες που ιδρώνουν μες στη γη

Ν’ ακολουθούνε τη σιγή τους.


Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ