Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Επιλεγμένα

Σ. ΜΠΩΝΤΛΑΙΡ - Η ΔΙΠΛΗ ΚΑΜΑΡΗ

Édouard Manet,  Olympia , 1863    Μια κάμαρη που μοιάζει μ’ ονειροφαντασιά, μια κάμαρη αληθινά πνευματική , όπου ο στεκάμενος αέρας είναι αχνόθωρα βαμένος ροδογάλανος.    Η ψυχή λούζεται εκεί, μέσα στη ραθυμία, αρωματισμένη με νοσταλγία κι αποθυμιά. – Είναι κατιτί σαν από σούρουπο, γλυκορόδινο κι αχνογάλαζο· όνειρο ηδονής απάνου σε μιαν έκλειψη.    Τα έπιπλα έχουνε σκήματα μακρουλά, αποσταμένα, λαγγεμένα. Τα έπιπλα είναι σα να ονειρεύουνται. Θα τάλεγε κανείς προικισμένα με μια ζωή υπνιασμένη, καθώς το φυτό και τορυχτό. Τα υφάσματα μιλούνε μια γλώσσα βουβή, όπως τα λουλούδια, όπως οι ουρανοί, όπως τα ηλιοβασιλέματα.    Στους τοίχους καμιά καλλιτεχνική αμαρτία. Μπροστά στο απλό τόνειρο, στην ανάλυστη εντύπωση, η ορισμένη τέχνη, η τέχνη η θετική είναι βλαστήμια. Εδώ έχουνε όλα το ανάλογο φως και τη μαγευτικιά σκοτεινάδα της αρμονίας.    Μια μυρουδιά απειροελάχιστη από το πιο εξαίσιο νοτισμένη πολύ αλαφρά με υγρασία, πλέει μέσα σ’ αυτόν τον αέρα, όπου το πνέμα το γλυκαποκοιμίζουν αίστη

Δ. Π. Παπαδίτσας, ένα ποίημα από τα Νυχτερινά (1956)

Ο Ορφέας στην πύλη του Άδη, Jones Philip, 1996


Δ. Π. Παπαδίτσας, V. από την ποιητική συλλογή Νυχτερινά (1956)
 
V.

Ποιος απαντάει; ποιος όρθιος μπρος στην πόρτα

Θα χτυπήσει; Κι εμείς από μέσα να μην ακούμε

Να μη βλέπουμε απ’ το ανοιχτό παράθυρο

 

Ανοιχτά παράθυρα δεν υπάρχουν

Τον πιο πολύ καιρό είμαστε κλεισμένοι κάπου

Κι αν υπάρχει αγάπη και τόσα που ομορφαίνουνε τον κόσμο

Είναι γιατί μπορούν να μπουν σ’ ένα σπίτι από τις

        χαραμάδες του

Κι αν ’ρθουν δροσιστικά παρήγορα πλάι στο κορμί μας

 

Η σιωπή μου είναι το ζεστό σου κέλυφος

Ας μπορούσε η φωνή μου να μην είναι το ανάπηρο απ’ τη μοίρα

        παιδί σου

Που σαν απομεσήμερο πυρό σε ρωτάει

Ας μπορούσε σ’ όλη μου τη ζωή να μη σε ρωτώ, θα ’ταν

        καλύτερα

Να σάλευαν μέσα μου εφτά κοπάδια έντομα

Μη βρίσκεις τ’ αυτιά μου και τις κόγχες μου

Θα ’ταν καλύτερα η ψυχή μου γυμνή

Δεμένη σ’ ένα ξύλο να μαστιγώνεται από δήμιους ρωμαλέους

Παρά να ’ναι η φωνή μου παραμορφωμένη

Που σ’ όλη τη ζωή της σε ρωτάει

 

Τι σε ρωτώ όλα τ’ απογεύματα; τι περιμένω ν’ απαντήσουν

Τα δέντρα της νύχτας που και το μεσημέρι είναι σκοτεινά

Φορτωμένα το βαρύ τους φεγγάρι; τις ρίζες όμως τις αγαπώ

Όταν ο ουρανός τις ξεριζώνει κι έχουν στο φως σχήματα

        ανθρώπων

Προσευχομένων ή δολοφονημένων ή ζώων που τα ’κοψε το

        τραίνο

Τις αγαπώ τις ρίζες που ιδρώνουν μες στη γη

Ν’ ακολουθούνε τη σιγή τους.


Σχόλια

ΔΗΜΟΦΙΛΕΙΣ ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ